Page 234 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 234

233




                    φαίνοντ᾿ ὀφθαλμοῖς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο.   φωτιά ως να πήραν, μπρος στα μάτια μου φεγγοβολούνε!
                                                            Κάποιος

               40   ἦ μάλα τις θεὸς ἔνδον, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι.»   δω μέσα απ᾿ τους θεούς θα βρίσκεται, που ζουν στα ουράνια
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   πλάτη.»
                    Ὀδυσσεύς:                               Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
                    «σίγα καὶ κατὰ σὸν νόον ἴσχανε μηδ᾿ ἐρέεινε:   «Σώπα και μη ρωτάς! τι λόγιασες, βαθιά στα φρένα κράτα'
                    αὕτη τοι δίκη ἐστὶ θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.   οι αθάνατοι που ζουν στον Όλυμπο τη χάρη αυτή την έχουν.
                    ἀλλὰ σὺ μὲν κατάλεξαι, ἐγὼ δ᾿ ὑπολείψομαι αὐτοῦ,   Μον᾿ τράβα τώρα εσύ και πλάγιασε, κι εγώ να μείνω θέλω,

               45   ὄφρα κ᾿ ἔτι δμῳὰς καὶ μητέρα σὴν ἐρεθίζω:   να δοκιμάσω ακόμα, οι δούλες μας τι κρύβουν στην καρδιά τους,
                    ἡ δέ μ᾿ ὀδυρομένη εἰρήσεται ἀμφὶς ἕκαστα.»    κι η μάνα σου, καθώς με κλάματα θα με ρωτάει τα πάντα.»
                    ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει   Αυτά είπε εκείνος, κι ο Τηλέμαχος το αρχονταρίκι εδιάβη,
                    κείων ἐς θάλαμον, δαί̈δων ὕπο λαμπομενάων,   κι ως τα δαδιά του έφεγγαν καίγοντας, στην κάμαρα του φτάνει,
                    ἔνθα πάρος κοιμᾶθ᾿, ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι:   εκεί που πάντα του, σαν του 'ρχονταν ύπνος γλυκός, κοιμόταν

               50   ἔνθ᾿ ἄρα καὶ τότ᾿ ἔλεκτο καὶ Ἠῶ δῖαν ἔμιμνεν.   κει πέρα πλάγιασε και πρόσμενε τη θείαν Αυγή να φέξει.
                    αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς,   Κι ο ισόθεος Oδυσσέας απόμεινε στο αρχονταρίκι, κι όλο
                    μνηστήρεσσι φόνον σὺν Ἀθήνῃ μερμηρίζων.   στο φόνο των μνηστήρων του 'στρεφε το λογισμό η Παλλάδα.
                    ἡ δ᾿ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,   Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη το γυναικίτη αφήκε
                    Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ.      κι ήρθε παρόμοια με την Άρτεμη για τη χρυσή Αφροδίτη.

               55   τῇ παρὰ μὲν κλισίην πυρὶ κάτθεσαν, ἔνθ᾿ ἄρ᾿ ἐφῖζε,   Πλάι στη φωτιά θρονί της έβαλαν ο Ικμάλιος ο τεχνίτης
                    δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ: ἥν ποτε τέκτων   το 'χε δουλέψει με το φίλντισι και με το ασήμι γύρω,
                    ποίησ᾿ Ἰκμάλιος, καὶ ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε   και για τα πόδια κάτω εστέριωσε προσκάμνι, που το στρώναν
                    προσφυέ᾿ ἐξ αὐτῆς, ὅθ᾿ ἐπὶ μέγα βάλλετο κῶας.   με μια προβιά τρανή, τι εκάθουνταν μονάχα εκείνη απάνω.
                    ἔνθα καθέζετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια.   Σε τούτο η Πηνελόπη εκάθισε και τώρα η μυαλωμένη᾿

               60   ἦλθον δὲ δμῳαὶ λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο.   κι ήρθαν μετά οι κρουσταλλοβράχιονες απ᾿ το παλάτι σκλάβες
                    αἱ δ᾿ ἀπὸ μὲν σῖτον πολὺν ᾕρεον ἠδὲ τραπέζας   και τα πολλά αποφάγια σήκωναν, τις τάβλες και τις κούπες,
                    καὶ δέπα, ἔνθεν ἄρ᾿ ἄνδρες ὑπερμενέοντες ἔπινον:   που κράτααν κι έπιναν οι πέρφανοι μνηστήρες᾿ άλλες πάλι
                    πῦρ δ᾿ ἀπὸ λαμπτήρων χαμάδις βάλον, ἄλλα δ᾿ ἐπ᾿   τη θράκα και τις στάχτες πέταγαν από τους πυροστάτες
                    αὐτῶν                                   στο χώμα, κι άλλα ξύλα σώριαζαν πολλά για φως και ζέστα.
                    νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι.

               65   ἡ δ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἐνένιπε Μελανθὼ δεύτερον αὖτις:   Και πάλε η Μελανθώ πικρόχολα στον Οδυσσέα μιλούσε:
                    «ξεῖν᾿, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾿ ἀνιήσεις διὰ νύκτα   «Ακόμα εδώ θα μας φορτώνεσαι στο σπίτι τριγυρνώντας
                    δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῖκας;   όλη τη νύχτα, ξένε, ρίχνοντας τα μάτια στις γυναίκες;
                    ἀλλ᾿ ἔξελθε θύραζε, τάλαν, καὶ δαιτὸς ὄνησο:   Χάρου που βρήκες τώρα κι έφαγες, και φεύγα, κακομοίρη,
                    ἢ τάχα καὶ δαλῷ βεβλημένος εἶσθα θύραζε.»   μην πω δαυλί ν᾿ αρπάξω κι έξαφνα βρεθείς δαρμένος όξω!»

               70   τὴν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις   Κι είπε ο Oδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη:
                    Ὀδυσσεύς:                               «Γυναίκα ανάποδη, τι κόρωσες και τα 'βαλες μαζί μου;
                    «δαιμονίη, τί μοι ὧδ᾿ ἐπέχεις κεκοτηότι θυμῷ;   Τάχα γιατί φορώ παλιόρουχα και δε βωδιάζω μύρα,
                    ἦ ὅτι δὴ ῥυπόω, κακὰ δὲ χροὶ̈ εἵματα εἷμαι,   κι όπως με σπρώχνει η ανάγκη, ζήτουλας στα σπίτια τριγυρίζω;
                    πτωχεύω δ᾿ ἀνὰ δῆμον; ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει.   Τέτοιοι είναι πάντα οι διακονιάρηδες κι αυτοί που παραδέρνουν!
                    τοιοῦτοι πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες ἔασι

               75   καὶ γὰρ ἐγώ ποτε οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον   Ήταν καιρός που σε αρχοντόσπιτο κι εγώ στον κόσμο ζούσα
                    ὄλβιος ἀφνειὸν καὶ πολλάκι δόσκον ἀλήτῃ,   και πλούτη αφέντευα, και χάριζα συχνά στο διακονιάρη,
                    τοίῳ ὁποῖος ἔοι καὶ ὅτευ κεχρημένος ἔλθοι:   όποιος κι αν λάχαινε στην πόρτα μου κι όποια κι αν είχε ανάγκη.
                    ἦσαν δὲ δμῶες μάλα μυρίοι, ἄλλα τε πολλὰ   Κι ακόμα σκλάβους είχα αρίφνητους κι άλλα αγαθά περίσσια,
                    οἷσίν τ᾿ εὖ ζώουσι καὶ ἀφνειοὶ καλέονται.   όσα 'χει αυτός που ζει περίκαλα και πλούσιο τόνε κράζουν.
   229   230   231   232   233   234   235   236   237   238   239