Page 235 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 235

234




               80                                           Μα ο γιος του Κρόνου, ο Δίας, τ᾿ αφάνισε᾿ τέτοια η βουλή του θα
                    ἀλλὰ Ζεὺς ἀλάπαξε Κρονίων: ἤθελε γάρ που:
                                                            'ταν.
                    τῷ νῦν μήποτε καὶ σύ, γύναι, ἀπὸ πᾶσαν ὀλέσσῃς
                                                            Και συ, γυναίκα, κι αν ανάμεσα στις σκλάβες λουλουδίζεις
                    ἀγλαί̈ην, τῇ νῦν γε μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι:
                                                            τις άλλες τώρα, μήπως κάποτε τα χάσεις όλα, κάλλη
                    μή πώς τοι δέσποινα κοτεσσαμένη χαλεπήνῃ,
                                                            και ξιπασιές, αν τύχει αγριεύοντας και σε οχτρευτεί η κυρά σου,
                    ἢ Ὀδυσεὺς ἔλθῃ: ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα.
                                                            για κι ο Οδυσσέας αν φτάσει᾿ απόμεινε μαθές ελπίδα ακόμα.
               85   εἰ δ᾿ ὁ μὲν ὣς ἀπόλωλε καὶ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν,   Κι αν πάλε, ως λέτε, εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
                    ἀλλ᾿ ἤδη παῖς τοῖος Ἀπόλλωνός γε ἕκητι,   για δες το γιο του τον Τηλέμαχο, που πια μωρό δεν είναι᾿
                    Τηλέμαχος: τὸν δ᾿ οὔ τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν   έδωσε ο Απόλλωνας και τράνεψε, κι από τις σκλάβες, όσες
                    λήθει ἀτασθάλλουσ᾿, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐστίν.»    άπρεπα φέρνουνται στο σπίτι του, καμιά δεν του ξεφεύγει.»
                    ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια,   Ωστόσο η Πηνελόπη η φρόνιμη, τα λόγια του γρικώντας,

               90   ἀμφίπολον δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:   στη βάγια της γυρνώντας μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη:
                    «πάντως, θαρσαλέη, κύον ἀδεές, οὔ τί με λήθεις   «Σκύλα ξαδιάντροπη, ξετσίπωτη, τις άνομες δουλειές σου
                    ἔρδουσα μέγα ἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις:   θαρρείς δε βλέπω; Στο κεφάλι σου μια μέρα θα ξεσπάσουν!
                    πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ᾿, ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς   Όλα δεν τα 'ξερες, δεν τ᾿ άκουσες από την ίδια εμένα,
                    ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν   τον ξένο τουτο πως λογάριαζα στο αρχονταρίκι μέσα

               95   ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι, ἐπεὶ πυκινῶς ἀκάχημαι.»   να τον ρωτήσω για τον άντρα μου, που μ᾿ έλιωσε ο καημός του;»
                    ἦ ῥα καὶ Εὐρυνόμην ταμίην πρὸς μῦθον ἔειπεν:   Μετά, γυρνώντας, στην κελάρισσα μιλεί, την Ευρυνόμη:
                    «Εὐρυνόμη, φέρε δὴ δίφρον καὶ κῶας ἐπ᾿ αὐτοῦ,   «Φέρε σκαμνί, Ευρυνόμη, βάλε του και μια προβιά από πάνω,
                    ὄφρα καθεζόμενος εἴπῃ ἔπος ἠδ᾿ ἐπακούσῃ   για να καθίσει και τα λόγια του να πεί και τα δικά μου
                    ὁ ξεῖνος ἐμέθεν: ἐθέλω δέ μιν ἐξερέεσθαι.»   ν᾿ ακούσει ο ξένος τώρα θα 'θελα πολλά να τον ρωτήσω.»

               100  ὣς ἔφαθ᾿, ἡ δὲ μάλ᾿ ὀτραλέως κατέθηκε φέρουσα   Είπε, κι εκείνη τρέχει πρόθυμα κι ένα σκαμνί του φέρνει
                    δίφρον ἐύ̈ξεστον καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ κῶας ἔβαλλεν:   καλομαστορεμένο, κι έβαλε και μια προβιά από πάνω.
                    ἔνθα καθέζετ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.   Κι ως ο αρχοντόγεννος, πολύπαθος εκάθισε Oδυσσέας,
                    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε περίφρων Πηνελόπεια:   η Πηνελόπη πήρε η φρόνιμη ν᾿ ανοίξει την κουβέντα:
                    «ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή:   «Ξένε, για τούτο πρώτα θα 'θελα να σε ρωτήσω ατή μου'
               105  τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»   ποιος είσαι; πούθε; που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   εσένα;»
                    Ὀδυσσεύς:                               Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος της μίλησε Oδυσσέας:
                    «ὦ γύναι, οὐκ ἄν τίς σε βροτῶν ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν   «Κυρά μου, ποιος στη γη την άμετρη θνητός μπορεί για σένα
                    νεικέοι: ἦ γάρ σευ κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἱκάνει,   κακά ποτέ να πει, που η δόξα σου στα ουράνια πλάτη φτάνει; —
                    ὥς τέ τευ ἢ βασιλῆος ἀμύμονος, ὅς τε θεουδὴς   καθώς του ρήγα του αψεγάδιαστου, που κυβκρνάει σε πλήθος

               110  ἀνδράσιν ἐν πολλοῖσι καὶ ἰφθίμοισιν ἀνάσσων   λαούς τρανούς απάνω αντρόκαρδους, μα τους θεούς φοβάται
                    εὐδικίας ἀνέχῃσι, φέρῃσι δὲ γαῖα μέλαινα   κι είναι σωστή και δίκια η κρίση του᾿ κι η μαύρη γης κριθάρι
                    πυροὺς καὶ κριθάς, βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ,   και στάρι του γεννά, τα δέντρα του λυγάν απ᾿ τους καρπούς τους,
                    τίκτῃ δ᾿ ἔμπεδα μῆλα, θάλασσα δὲ παρέχῃ ἰχθῦς   γεννούν τα πρόβατα, κι η θάλασσα πολλά χαρίζει ψάρια
                    ἐξ εὐηγεσίης, ἀρετῶσι δὲ λαοὶ ὑπ᾿ αὐτοῦ.   απ᾿ την καλή κυβέρνια, κι οι λαοί στον ίσκιο του προκόβουν.

               115  τῷ ἐμὲ νῦν τὰ μὲν ἄλλα μετάλλα σῷ ἐνὶ οἴκῳ,   Ό,τι άλλο θες να μάθεις ρώτα με στο αρχοντικό σου μέσα,
                    μηδ᾿ ἐμὸν ἐξερέεινε γένος καὶ πατρίδα γαῖαν,   μα μη ρωτήσεις ποια η πατρίδα μου και ποια η γενιά μου εμένα
                    μή μοι μᾶλλον θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων   τι πιότερους καημούς στα στήθη μου θ᾿ ανάψεις, αν με πάρουν
                    μνησαμένῳ μάλα δ᾿ εἰμὶ πολύστονος: οὐδέ τί με χρὴ   οι θύμησες᾿ είμαι βαριόμοιρος! Κι ουδέ ταιριάζει κιόλα
                    οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ γοόωντά τε μυρόμενόν τε   σε ξένο σπίτι εγώ καθούμενος να κλαίω και να θρηνιέμαι᾿

               120  ἧσθαι, ἐπεὶ κάκιον πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί:   έτσι κι αλλιώς κακό είναι αδιάκοπα να δείχνω λυπημένος᾿
                    μή τίς μοι δμῳῶν νεμεσήσεται, ἠὲ σύ γ᾿ αὐτή,   μπας και καμιά θυμώσει δούλα σου μαζί μου — για κι ατή σου —
                    φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ.»   και πει κρασί πως ήπια, μέθυσα και κολυμπώ στο κλάμα.»
   230   231   232   233   234   235   236   237   238   239   240