Page 237 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 237
236
Ὀδυσσεύς: Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
165 «Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
δε λες να πάψεις τα ρωτήματα για τη γενιά μου, βλέπω.
οὐκέτ᾿ ἀπολλήξεις τὸν ἐμὸν γόνον ἐξερέουσα;
Ας είναι, θα σου πω, σε βάσανα με ρίχνεις όμως τώρα
ἀλλ᾿ ἔκ τοι ἐρέω: ἦ μέν μ᾿ ἀχέεσσί γε δώσεις
κι απ᾿ όσα με κρατούνε πιότερα᾿ τέτοια μαθές η μοίρα
πλείοσιν ἢ ἔχομαι: ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε πάτρης
του ανθρώπου, που ως εγώ απ᾿ τον τόπο του καιρούς και χρόνια
ἧς ἀπέῃσιν ἀνὴρ τόσσον χρόνον ὅσσον ἐγὼ νῦν,
λείπει
170 πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾿ ἀλώμενος, ἄλγεα πάσχων: και τυραννιέται παραδέρνοντας σε πλήθος ξένα μέρη!
ἀλλὰ καὶ ὣς ἐρέω ὅ μ᾿ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς. Μα κι έτσι θα σου πω τα γύρεψες ν᾿ ακούσεις και να μάθεις:
Κρήτη τις γαῖ᾿ ἔστι, μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, Μια χώρα, η Κρήτη, μέσα βρίσκεται στο πέλαο το κρασάτο,
καλὴ καὶ πίειρα, περίρρυτος: ἐν δ᾿ ἄνθρωποι περίσσια πλούσια, θαλασσόζωστη, πανώρια᾿ πολιτείες
πολλοί, ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες. έχει ενενήντα᾿ μύριοι, αρίφνητοι ζουν πάνω άνθρωποι, κι είναι
175 ἄλλη δ᾿ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη: ἐν μὲν Ἀχαιοί, πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη,
ἐν δ᾿ Ἐτεόκρητες μεγαλήτορες, ἐν δὲ Κύδωνες, και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους, και Δωριείς, που ζούνε
Δωριέες τε τριχάϊκες δῖοί τε Πελασγοί. σε τρεις φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς αρχόντους.
τῇσι δ᾿ ἐνὶ Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως Μια πολιτεία, Κνωσό την είπανε, τρανή, και βασιλιάς της,
ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής, ο Μίνωας, που το Δία συντρόφευε στα εννιά τα χρόνια πάνω,
180 πατρὸς ἐμοῖο πατήρ, μεγαθύμου Δευκαλίωνος κύρης του κύρη μου, του αντρόκαρδου του Δευκαλίωνα, κι είχε
Δευκαλίων δ᾿ ἐμὲ τίκτε καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα: δυό γιους γεννήσει ο Δευκαλίωνας, το Δομενέα και μένα.
ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἐν νήεσσι κορωνίσιν Ἴλιον ἴσω Με τους Ατρείδες κείνος διάβηκε στην Τροία μες στα καράβια
ᾤχεθ᾿ ἅμ᾿ Ἀτρείδῃσιν, ἐμοὶ δ᾿ ὄνομα κλυτὸν Αἴθων, τα δρεπανόγυρτα, ο πρωτόγεννος και πιο αντριανός, και μένα,
ὁπλότερος γενεῇ: ὁ δ᾿ ἄρα πρότερος καὶ ἀρείων. τον πιο μικρό, με βγάλαν Αίθωνα — τρανό είναι τ᾿ όνομά μου!
185 ἔνθ᾿ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἰδόμην καὶ ξείνια δῶκα. Εκεί είδα εγώ και φιλοκόνεψα τον Οδυσσέα᾿ τι ως είχε
καὶ γὰρ τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο, κινήσει για την Τροία κι αρμένιζε μπρος στου Μαλιά τον κάβο,
ἱέμενον Τροίηνδε παραπλάγξασα Μαλειῶν: κι αυτόν η ανεμική τον ξόριασε στην Κρήτη ρίχνοντας τον.
στῆσε δ᾿ ἐν Ἀμνισῷ, ὅθι τε σπέος Εἰλειθυίης, Στην Αμνισό την κακολίμανη, πλάι στης θεάς Λεχούσας
ἐν λιμέσιν χαλεποῖσι, μόγις δ᾿ ὑπάλυξεν ἀέλλας. το σπήλιο, επόδισε, το δρόλαπα μεβιάς για να γλιτώσει.
190 αὐτίκα δ᾿ Ἰδομενῆα μετάλλα ἄστυδ᾿ ἀνελθών: Στο κάστρο ανέβη ευτύς γυρεύοντας το Δομενέα, το φίλο
ξεῖνον γάρ οἱ ἔφασκε φίλον τ᾿ ἔμεν αἰδοῖόν τε. τον είχε γκαρδιακό, μας έλεγε, και τιμημένο᾿ ωστόσο
τῷ δ᾿ ἤδη δεκάτη ἢ ἑνδεκάτη πέλεν ἠὼς δέκα καν έντεκα μερόνυχτα πιο πριν εκείνος κιόλα
οἰχομένῳ σὺν νηυσὶ κορωνίσιν Ἴλιον εἴσω. κατά την Τροία με τα διπλόγυρτα καράβια είχε μισέψει.
τὸν μὲν ἐγὼ πρὸς δώματ᾿ ἄγων ἐὺ̈ ἐξείνισσα, Εγώ λοιπόν τον καλοσκάμνισα στο αρχοντικό μας μέσα,
195 ἐνδυκέως φιλέων, πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων: κι απ᾿ τα πολλά στο σπίτι που 'κρυβα τον φίλεψα με αγάπη.
καί οἱ τοῖς ἄλλοις ἑτάροις, οἳ ἅμ᾿ αὐτῷ ἕποντο, Του 'δωκα ακόμα για τους συντρόφους που πήγαιναν μαζί του,
δημόθεν ἄλφιτα δῶκα καὶ αἴθοπα οἶνον ἀγείρας τρογύρα απ᾿ το λαό συνάζοντας, κριθάρι και φλογάτο
καὶ βοῦς ἱρεύσασθαι, ἵνα πλησαίατο θυμόν. κρασί και βόδια, να 'χουν σφάζοντας να τρων και να χορταίνουν.
ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί: Κι οι Αργίτες μείναν μέρες δώδεκα στην Κρήτη, τι είχε ασκώσει
200 εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ᾿ ἐπὶ γαίῃ βοριά τρανό θεός αντίμαχος κι είχαν κλειστεί, κι ο αγέρας
εἴα ἵστασθαι, χαλεπὸς δέ τις ὤρορε δαίμων. να κρατηθούμε ορθοί δεν άφηνε μηδέ στη γης απάνω.
τῇ τρισκαιδεκάτῃ δ᾿ ἄνεμος πέσε, τοὶ δ᾿ ἀνάγοντο.» Στις δεκατρείς ο αγέρας έπεσε κι αυτοί πανιά σήκωναν.»
ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα: Πολλές ψευτιές δηγόταν κι έλεγε, που σαν αλήθειες μοιάζαν.
τῆς δ᾿ ἄρ᾿ ἀκουούσης ῥέε δάκρυα, τήκετο δὲ χρώς: Κι εκείνη έχυνε δάκρυα ακούγοντας και φύραινε η θωριά της.
205 ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ᾿ ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Πως λιώνει σε βουνά ψηλόκορφα το χιόνι, που ο πονέντης
ἥν τ᾿ Εὖρος κατέτηξεν, ἐπὴν Ζέφυρος καταχεύῃ: πρώτα το στοίβαξε, και το 'λιωσε φυσώντας ο σιρόκος,