Page 233 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 233
232
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -τ-
- Ἀὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῖος Ὀδυσσεύς, Στο αρχονταρίκι πίσω απέμεινεν ο ισόθεος Oδυσσέας,
19- μνηστήρεσσι φόνον σὺν Ἀθήνῃ μερμηρίζων: κι ως η Αθηνά το νου του εγύριζε στο φόνο των μνηστήρων,
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«Τηλέμαχε, χρὴ τεύχε᾿ ἀρήϊα κατθέμεν εἴσω «Όλα είναι ανάγκη τώρα τ᾿ άρματα να φύγουν του πολέμου'
5 και συ, Τηλέμαχε, σα θα 'ρχουνται ρωτώντας οι μνηστήρες
πάντα μάλ': αὐτὰρ μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι τι τα 'χεις κάνει, με γλυκόλογα ξιπλάνευέ τους όλους:
παρφάσθαι, ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες: ,, Τα πήρα απ᾿ τους καπνούς και τα 'κρυψα᾿ πια αλήθεια δε
‘ἐκ καπνοῦ κατέθηκ᾿, ἐπεὶ οὐκέτι τοῖσιν ἐῴκει θύμιζαν
οἷά ποτε Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς, αυτά ο Οδυσσέας που αφήκε κάποτε να πάει στης Τροίας τα
ἀλλὰ κατῄκισται, ὅσσον πυρὸς ἵκετ᾿ ἀϋτμή. μέρη'
η ανάσα της φωτιάς τους θάμπωσεν εδώ κι εκεί τη λάμψη —
10 πρὸς δ᾿ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶν ἔβαλε δαίμων κάτι χειρότερο! μου το 'βαλε κάποιος θεός στα φρένα:
μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν, φοβάμαι, απάνω στο μεθύσι σας καβγά μη στήστε ξάφνου
ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα και χτυπηθείτε, και ντροπιάσετε και προξενιές και τάβλες'
καὶ μνηστύν: αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.’» τι αλήθεια αποτραβάει το σίδερο τους άντρες μοναχό του."»
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο,
15 ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν: κι ευτύς τη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, κι ως βγήκε αυτή, της είπε:
«μαῖ᾿, ἄγε δή μοι ἔρυξον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας, «Νένα, τις δούλες τώρα κλείσε μου στο γυναικίτη μέσα,
ὄφρα κεν ἐς θάλαμον καταθείομαι ἔντεα πατρὸς κι εγώ του κύρη λέω τις όμορφες αρμάτες ν᾿ απιθώσω
καλά, τά μοι κατὰ οἶκον ἀκηδέα καπνὸς ἀμέρδει στην πίσω κάμαρα — που ακοίταχτες απ᾿ την καπνιά θάμπωσαν,
πατρὸς ἀποιχομένοιο: ἐγὼ δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα. απ᾿ τον καιρό που εκείνος μίσεψε κι εγώ παιδί ήμουν᾿ τώρα
20 λέω να τις κρύψω εκεί που της φωτιάς να μην τις φτάνει η
νῦν δ᾿ ἐθέλω καταθέσθαι, ἵν᾿ οὐ πυρὸς ἵξετ᾿ ἀϋτμή.» ανάσα.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: Κι η Ευρύκλεια η βάγια του αποκρίθηκε και τέτοια λόγια του 'πε:
«αἲ γὰρ δή ποτε, τέκνον, ἐπιφροσύνας ἀνέλοιο «Άμποτε, γιε μου, ν᾿ αποφάσιζες πια εδώ κι ομπρός το νου σου
οἴκου κήδεσθαι καὶ κτήματα πάντα φυλάσσειν.
στο σπίτι να᾿ χεις, και να γνοιάζεσαι να μη χαθεί το βιος σου.
ἀλλ᾿ ἄγε, τίς τοι ἔπειτα μετοιχομένη φάος οἴσει;
Όμως για πες μου τώρα, αντάμα σου ποια θα᾿ ρθεί να σου φέγγη,
25 δμῳὰς δ᾿ οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, αἵ κεν ἔφαινον.» αφού τις δούλες που θα σου 'φεγγαν δεν τις αφήνεις να 'βγουν;»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«ξεῖνος ὅδ': οὐ γὰρ ἀεργὸν ἀνέξομαι ὅς κεν ἐμῆς γε «Ο ξένος που θωρείς᾿ να κάθεται χωρίς δουλειά δε θέλω
χοίνικος ἅπτηται, καὶ τηλόθεν εἰληλουθώς.» ένας που τρώει ψωμί στο σπίτι μου, κι ας έφτασε απαλάργα.»
ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος. Είπε, κι ο λόγος του δεν έφυγε του κάκου᾿ τρέχη η βάγια
30 και κλειεί την πόρτα δίχως άργητα του στέριου γυναικίτη.
κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων.
τὼ δ᾿ ἄρ᾿ ἀναί̈ξαντ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱὸς Τότε ο Oδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος τα κοφτερά
κοντάρια,
ἐσφόρεον κόρυθάς τε καὶ ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας τ᾿ αφαλωτά σκουτάρια αρπάζοντας με βιάση και τα κράνη
ἔγχεά τ᾿ ὀξυόεντα: πάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη, τα κουβαλούσαν μπρος τους η Αθηνά Παλλάδα, ανακρατώντας
χρύσεον λύχνον ἔχουσα, φάος περικαλλὲς ἐποίει.
χρυσό λυχνάρι, φως πανέμορφο σκορπούσα, για να φέγγουν.
35 δὴ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεεν ὃν πατέρ᾿ αἶψα: Και τότε μίλησε ο Τηλέμαχος στον κύρη του γυρνώντας:
«ὦ πάτερ, ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι. «Κύρη, τι θάμα αυτό κι αντίθαμα τα μάτια μου θωρούνε!
ἔμπης μοι τοῖχοι μεγάρων καλαί τε μεσόδμαι, Αλήθεια, οι τοίχοι κι οι μεσότοιχοι του παλατιού οι πανώριοι
εἰλάτιναί τε δοκοί, καὶ κίονες ὑψόσ᾿ ἔχοντες και τα δοκάρια, ιδές, τα ελάτινα κι οι ορθόψηλες κολόνες,