Page 229 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 229

228




                    τρίγληνα μορόεντα: χάρις δ᾿ ἀπελάμπετο πολλή.   τρίπετρα, μόρικα, που η χάρη τους στραφτάλιζε περίσσια.
                    ἐκ δ᾿ ἄρα Πεισάνδροιο Πολυκτορίδαο ἄνακτος   Κι ένα παιδόπουλο απ᾿ του Πείσαντρου, του γιου του
                                                           Πολυχτόρου,

               300  ἴσθμιον ἤνεικεν θεράπων, περικαλλὲς ἄγαλμα.   μιαν αλυσίδα ατίμητη έφερε, για το λαιμό στολίδι'
                    ἄλλο δ᾿ ἄρ᾿ ἄλλος δῶρον Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν.   κι ο κάθε Αργίτης κι ένα χάρισμα της έφερνε πανώριο.
                    ἡ μὲν ἔπειτ᾿ ἀνέβαιν᾿ ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν,   Κι όπως μετά στο ανώγι ανέβηκε των γυναικών το θάμα,
                    τῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ ἀμφίπολοι ἔφερον περικαλλέα δῶρα    μαζί κι οι βάγιες τα πεντάμορφα της κουβαλούσαν δώρα'
                    οἱ δ᾿ εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν   κι εκείνοι στο χορό το γύρισαν και στο γλυκό τραγούδι

               305  τρεψάμενοι τέρποντο, μένον δ᾿ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν.   και περίμεναν ξεφαντώνοντας το βράδυ πότε θα 'ρθει.
                    τοῖσι δὲ τερπομένοισι μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθεν.   Και σύντας πια το βράδυ σύσκοτο στους χαροκόπους ήρθε,
                    αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν,   στο αρχονταρίκι πήραν κι έστησαν γοργά τρεις πυροστάτες,
                    ὄφρα φαείνοιεν: περὶ δὲ ξύλα κάγκανα θῆκαν,   να φέγγουν, κι έβαλαν απάνω τους στεγνά ένα γύρο ξύλα,
                    αὖα πάλαι, περίκηλα, νέον κεκεασμένα χαλκῷ,   από καιρό στεγνά, κατάξερα, σκισμένα με τσεκούρι

               310  καὶ δαί̈δας μετέμισγον: ἀμοιβηδὶς δ᾿ ἀνέφαινον   πριν λίγο, και δαδιά ανακάτεψαν, κι οι δούλες του Οδυσσέα
                    δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος. αὐτὰρ ὁ τῇσιν   του καρτερόψυχου συδαύλιζαν μια μια τους κάθε τόσο.
                    αὐτὸς διογενῆς μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:   Και τότε ο αρχοντικός, πολύβουλος τους μίλησε Oδυσσέας:
                    «δμῳαὶ Ὀδυσσῆος, δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος,   «Του ρήγα του Οδυσσέα που χρόνισε στα ξένα οι δούλες, σύρτε
                    ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾿, ἵν᾿ αἰδοίη βασίλεια:   στα γυναικίτη, στη βασίλισσα κοντά την τιμημένη,

               315                                         και πιάστε κλώθετε, κοιτάζοντας ο νους της να ξεδώσει,
                    τῇ δὲ παρ᾿ ἠλάκατα στροφαλίζετε, τέρπετε δ᾿ αὐτὴν
                                                           για πάρτε και μαλλί να ξάνετε στην κάμαρα της μέσα.
                    ἥμεναι ἐν μεγάρῳ, ἢ εἴρια πείκετε χερσίν:
                                                           Εγώ είμαι εδώ γι᾿ αυτούς να γνοιάζουμαι, το φως να μην τους
                    αὐτὰρ ἐγὼ τούτοισι φάος πάντεσσι παρέξω.
                                                           σβήσει'
                    ἤν περ γάρ κ᾿ ἐθέλωσιν ἐύ̈θρονον Ἠῶ μίμνειν,
                    οὔ τί με νικήσουσι: πολυτλήμων δὲ μάλ᾿ εἰμί.»   κι ως την Αυγή την ομορφόθρονη να θέλουν να καθίσουν,
                                                           πολλά έχω πάθει κι είμαι υπόμονος και δε με βάζουν κάτω!»
               320  ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἐγέλασσαν, ἐς ἀλλήλας δὲ ἴδοντο.   Είπε, κι αυτές γοργά κοιτάχτηκαν και ξέσπασαν στα γέλια,
                    τὸν δ᾿ αἰσχρῶς ἐνένιπε Μελανθὼ καλλιπάρῃος,   μα η Μελανθώ η γιομορφομάγουλη βαριά τον αποπήρε,
                    τὴν Δολίος μὲν ἔτικτε, κόμισσε δὲ Πηνελόπεια,   του Δόλιου η κόρη᾿ ως θυγατέρα της την είχε αναστημένη
                    παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε, δίδου δ᾿ ἄρ᾿ ἀθύρματα θυμῷ:   η Πηνελόπη και με ολόχαρα τη γέμιζε παιχνίδια'
                    ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἔχε πένθος ἐνὶ φρεσὶ Πηνελοπείης,   μα τούτη στους καημούς της ρήγισσας δεν ένιωθε συμπόνια,

               325  ἀλλ᾿ ἥ γ᾿ Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν.   μον᾿ αγαπούσε τον Ευρύμαχο και πλάγιαζε μαζί του.
                    ἥ ῥ᾿ Ὀδυσῆ᾿ ἐνένιπεν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν:   Και τώρα αυτή με φαρμακόλογα στον Οδυσσέα μιλούσε:
                    «ξεῖνε τάλαν, σύ γέ τις φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί,  «Συφοριασμένε ξένε, τα 'χασες, έχει σαλέψει ο νους σου!
                    οὐδ᾿ ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθών,   Σε χαλκιδιό δεν πας καλύτερα να γείρεις να πλαγιάσεις,
                    ἠέ που ἐς λέσχην, ἀλλ᾿ ἐνθάδε πόλλ᾿ ἀγορεύεις,   για και σε χάνι, μόνο κάθεσαι σε τόσους άντρες μέσα

               330  θαρσαλέως πολλοῖσι μετ᾿ ἀνδράσιν, οὐδέ τι θυμῷ   και φαφλατίζεις έτσι απόκοτα, χωρίς να νιώθεις φόβο!
                    ταρβεῖς: ἦ ῥά σε οἶνος ἔχει φρένας, ἤ νύ τοι αἰεὶ   Τα φρένα το κρασί σου θόλωσε; για ο νους σου κατεβάζει
                    τοιοῦτος νόος ἐστίν: ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις.   τέτοιας λογής κουβέντες πάντα του και λες του ανέμου λόγια;
                    ἦ ἀλύεις, ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην;   Για σ᾿ έπνιξε η χαρά που νίκησες τον Ίρο το ζητιάνο;
                    μή τίς τοι τάχα Ἴρου ἀμείνων ἄλλος ἀναστῇ,   Από τον Ίρο δυνατότερος μη σηκωθεί κανένας

               335  ὅς τίς σ᾿ ἀμφὶ κάρη κεκοπὼς χερσὶ στιβαρῇσι   και το κεφάλι σου ζερβόδεξα με τα γερά του χέρια
                    δώματος ἐκπέμψῃσι, φορύξας αἵματι πολλῷ.»    χτυπήσει, και γεμάτον αίματα σε διώξει από το σπίτι!»
                    τὴν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις   Κι είπε ο Oδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τη:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Θα τρέξω να 'βρω τον Τηλέμαχο, να μαρτυρήσω, σκύλα,
                    «ἦ τάχα Τηλεμάχῳ ἐρέω, κύον, οἷ᾿ ἀγορεύεις,   τα όσα μου λες, κι αυτός αρπώντας σε κομμάτια θα σε κάνει!»
                    κεῖσ᾿ ἐλθών, ἵνα σ᾿ αὖθι διὰ μελεϊστὶ τάμῃσιν.»
   224   225   226   227   228   229   230   231   232   233   234