Page 224 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 224
223
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. το γέρον άνθρωπο, που βάσανα τον έχουν τόσα δείρει.
ἀλλ᾿ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται: Πάνω σ᾿ αυτό κάτι άλλο θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει:
αἴ κέν σ᾿ οὗτος νικήσῃ κρείσσων τε γένηται, Αν τούτος δείξει δυνατότερος και σε καταπονέσει,
πέμψω σ᾿ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηὶ μελαίνῃ, σε μαύϋρο πλοίο για την αντίπερα μεριά θα σε φορτώσω,
85 ὣ εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων, στο ρήγα να σε παν τον Έχετο, τον ανελέητο, μύτη
ὅς κ᾿ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ, κι αφτιά να σου θερίσει με άσπλαχνο χαλκό, και τ᾿ αχαμνά σου
μήδεά τ᾿ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.» να ρίξει στα σκυλιά ανασπώντας τα, που ωμά θα τα σπαράξουν.»
ς φάτο, τῷ δ᾿ ἔτι μᾶλλον ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα. Είπε, κι αυτόν ακόμα πιότερη τον έκοψε τρομάρα'
ἐς μέσσον δ᾿ ἄναγον: τὼ δ᾿ ἄμφω χεῖρας ἀνέσχον. κι όπως στη μέση εκεί τους έφεραν, μαζί τα χέρια ασκώσαν
90 δὴ τότε μερμήριξε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς κι αναρωτήθη ο θείος, πολύπαθος για μια στιγμή Oδυσσέας,
ἢ ἐλάσει᾿ ὥς μιν ψυχὴ λίποι αὖθι πεσόντα, σωριάζοντας τον μ᾿ ένα χτύπημα να πάρει τη ζωή του,
ἦέ μιν ἦκ᾿ ἐλάσειε τανύσσειέν τ᾿ ἐπὶ γαίῃ. για κάλλιο πιο αλαφρά χτυπώντας τον να τον ξαπλώσει μόνο;
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, Κι αυτό του εκάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό, η χτυπιά του
ἦκ᾿ ἐλάσαι, ἵνα μή μιν ἐπιφρασσαίατ᾿ Ἀχαιοί. να 'ναι αλαφριά, τι θα τον ένιωθαν ποιος είναι αλλιώς οι Αργίτες.
95 δὴ τότ᾿ ἀνασχομένω ὁ μὲν ἤλασε δεξιὸν ὦμον Κι ως πήραν φόρα, τον εχτύπησε στον δεξιόν ώμο απάνω
Ἶρος, ὁ δ᾿ αὐχέν᾿ ἔλασσεν ὑπ᾿ οὔατος, ὀστέα δ᾿ εἴσω ο Ίρος, μα αυτός στο σβέρκο του 'δωκε, κάτω απ᾿ τ᾿ αφτί, και μέσα
ἔθλασεν: αὐτίκα δ᾿ ἦλθε κατὰ στόμα φοίνιον αἷμα, του θρει τα κόκαλα, και γέμισε μεμιάς το στόμα του αίμα.
κὰδ δ᾿ ἔπεσ᾿ ἐν κονίῃσι μακών, σὺν δ᾿ ἤλασ᾿ ὀδόντας Μουγκρίζοντας στη σκόνη εκύλησε, και σφίγγοντας τα δόντια
λακτίζων ποσὶ γαῖαν: ἀτὰρ μνηστῆρες ἀγαυοὶ τη γη κλωτσούσε με τα πόδια του. Κι οι αντρόκαρδοι μνηστήρες
100 χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς με σηκωμένα χέρια πέθαναν στα γέλια. Κι ο Oδυσσέας
ἕλκε διὲκ προθύροιο λαβὼν ποδός, ὄφρ᾿ ἵκετ᾿ αὐλήν, πήρε απ᾿ το πόδι και τον έσερνε, κι απ᾿ την αυλή ως έβγηκε
αἰθούσης τε θύρας: καί μιν ποτὶ ἑρκίον αὐλῆς κι απ᾿ τις κολόνες της αυλόπορτας, να γείρει τον καθίζει
εἷσεν ἀνακλίνας: σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρί, στο φράχτη απάνω᾿ κι όπως του 'δωκε κι ένα ραβδί στο χέρι,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: γυρνώντας του 'πε κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
105 «ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο σύας τε κύνας τ᾿ ἀπερύκων, «Κάθισε τώρα αυτού κι απόδιωχνε τους χοίρους και τους σκύλους'
μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι σε ξένους και φτωχούς δε γίνεται να κάνεις πια κουμάντο,
λυγρὸς ἐών, μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ.» τέτοιος χαμένος που 'σαι, συφορά μη σου 'ρθει πιο μεγάλη.»
ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην, Είπε, και πέρασε στους ώμους του το βρώμικο σακούλι,
πυκνὰ ῥωγαλέην: ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ. που ήταν ολότρυπο κι εκρέμουντάν από σκοινί, και πίσω
110 ἂψ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο: τοὶ δ᾿ ἴσαν γυρνώντας στο κατώφλι κάθισε᾿ γυρνούσαν κι οι άλλοι μέσα
εἴσω από καρδιάς γελώντας κι άρχισαν να τόνε χαιρετίζουν:
ἡδὺ γελώοντες καὶ δεικανόωντ᾿ ἐπέεσσι: «Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
«Ζεύς τοι δοίη, ξεῖνε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι, ό,τι καλό στα φρένα επόθησες και λαχταρά η καρδιά σου,
ὅττι μάλιστ᾿ ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ, που έκανες τούτον τον ανέμπληστο να μη γυρνάει στη χώρα
ὃς τοῦτον τὸν ἄναλτον ἀλητεύειν ἀπέπαυσας
115 ἐν δήμῳ: τάχα γάρ μιν ἀνάξομεν ἤπειρόνδε να ζητιανεύει πιά᾿ στ᾿ αντίπερα κι εμείς γοργά θα πούμε
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων.» στο ρήγα να τον παν τον Έχετο, που από σπλαχνιά δεν ξέρει.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφαν, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεύς. Αυτά είπαν, κι ο Oδυσσέας εχάρηκε για τον καλό το λόγο'
Ἀντίνοος δ᾿ ἄρα οἱ μεγάλην παρὰ γαστέρα θῆκεν, ευτύς ο Αντίνοος μπρος του απίθωσε κοιλιά μεγάλη, γαίμα
ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος: Ἀμφίνομος δὲ και ξίγκι ολόγεμη, κι ο Αμφίνομος απ᾿ το πανέρι επήρε
120 ἄρτους ἐκ κανέοιο δύω παρέθηκεν ἀείρας και δυο ψωμιά μπροστά του απίθωσε᾿ μετά χρυσό ποτήρι
καὶ δέπαϊ χρυσέῳ δειδίσκετο, φώνησέν τε: στο χέρι του 'βαλε, του μίλησε και τόνε χαιρετούσε:
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε, γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω «Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
ὄλβος: ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι.» στα χρόνια που θα 'ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Τότε ο Oδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: