Page 222 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 222
221
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -σ-
- ἦλθε δ᾿ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ὃς κατὰ ἄστυ Στην ώρα πάνω ήρθε ένας ζήτουλας᾿ τoν ξέραν στην Ιθάκη,
18- πτωχεύεσκ᾿ Ἰθάκης, μετὰ δ᾿ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ που γύρνα ολούθε διακονεύοντας, την άπατη κοιλιά του'
ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν: οὐδέ οἱ ἦν ἲς δε σταματούσε τρώοντας, πίνοντας, κι όμως αντρεία δεν είχε
οὐδὲ βίη, εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι. μηδέ κι ανάκαρα, κι ας έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του'
5 Ἀρναῖος δ᾿ ὄνομ᾿ ἔσκε: τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ Αρναίο τον λέγαν σα γεννήθηκεν, η σεβαστή του η μάνα
ἐκ γενετῆς: Ἶρον δὲ νέοι κίκλησκον ἅπαντες, τον έβγαλε έτσι, όμως οι νιούτσικοι τον κράζαν Ίρο μόνο,
οὕνεκ᾿ ἀπαγγέλλεσκε κιών, ὅτε πού τις ἀνώγοι: τι πηγαινόφερνε μηνύματα του κόσμου ολούθε γύρω.
ὅς ῥ᾿ ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο, Τώρα να διώξει του 'ρθε μπαίνοντας απ᾿ του Οδυσσέα το σπίτι
καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: τον Οδυσσέα τον ίδιον, κι έλεγε βαριά αποπαίρνοντάς τον:
10 «εἶκε, γέρον, προθύρου, μὴ δὴ τάχα καὶ ποδὸς ἕλκῃ. «Φεύγα απ᾿ την πόρτα αλάργα, γέροντα, μη βγεις ποδοσυρμένος!
οὐκ ἀί̈εις ὅτι δή μοι ἐπιλλίζουσιν ἅπαντες, Δε βλέπεις, όλοι με το μάτι τους μου γνέφουν εδώ μέσα
ἑλκέμεναι δὲ κέλονται; ἐγὼ δ᾿ αἰσχύνομαι ἔμπης. τραβώντας να σε βγάλω᾿ ντρέπουμαι και δεν το κάνω ωστόσο.
ἀλλ᾿ ἄνα, μὴ τάχα νῶϊν ἔρις καὶ χερσὶ γένηται.» Μα σήκω, μην αργείς, μην έρθουμε στα χέρια από τα λόγια!»
τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς:
15 «δαιμόνι᾿, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ᾿ ἀγορεύω, «Καημένε, εγώ κακό δε σου 'καμα, κακό δε σου 'πα λόγο᾿
οὔτε τινὰ φθονέω δόμεναι καὶ πόλλ᾿ ἀνελόντα. δε θα με πείραζε δοσίματα κι αν σου 'διναν περίσσια.
οὐδὸς δ᾿ ἀμφοτέρους ὅδε χείσεται, οὐδέ τί σε χρὴ Μας παίρνει το κατώφλι, ας κάτσουμε μαζί᾿ δε σου ταιριάζει
ἀλλοτρίων φθονέειν: δοκέεις δέ μοι εἶναι ἀλήτης για ξένα να ζηλεύεις πράματα᾿ ζητιάνος δείχνεις να 'σαι
ὥς περ ἐγών, ὄλβον δὲ θεοὶ μέλλουσιν ὀπάζειν. καθώς εγώ, και βιος οι αθάνατοι θ᾿ αργήσουν να μας δώσουν.
20 χερσὶ δὲ μή τι λίην προκαλίζεο, μή με χολώσῃς, Μα μη μου αντροκαλιέσαι, θέλοντας να χτυπηθείς μαζί μου,
μή σε γέρων περ ἐὼν στῆθος καὶ χείλεα φύρσω να μη θυμώσω, κι αν και γέροντας, με γαίμα σου γεμίσω
αἵματος: ἡσυχίη δ᾿ ἂν ἐμοὶ καὶ μᾶλλον ἔτ᾿ εἴη στήθος και χείλια᾿ κι έτσι θα 'βρισκα την πλέρια αξεγνοιασιά μου
αὔριον: οὐ μὲν γάρ τί σ᾿ ὑποστρέψεσθαι ὀί̈ω από ταχιά᾿ τι δε φαντάζουμαι ξανά στο αρχονταρίκι
δεύτερον ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.» πια του Οδυσσέα, που ο ρήγας γέννησε Λαέρτης, να διαγείρεις.»
25 Κι ο Ίρος ο ζήτουλας θυμώνοντας του απηλογήθη κι είπε:
τὸν δὲ χολωσάμενος προσεφώνεεν Ἶρος ἀλήτης:
«Ωχού μου, ιδές του βρωμογούρουνου πως πάει ροδάνι η
«ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει,
γλώσσα,
γρηὶ̈ καμινοῖ ἶσος: ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην
ίδια γριάς κοντά στο τζάκι της! Μα αν με τα δυο μου χέρια
κόπτων ἀμφοτέρῃσι, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας
του δώκω, συφορά του μέλλεται᾿ τα δόντια του όλα χάμω
γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης.
θα του πετούσα απ᾿ τα σαγόνια του, σα χοίρου που ρημάζει
30 ζῶσαι νῦν, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι καὶ οἵδε χωράφι ξένο. Ζώσου γρήγορα, να ιδούν και τούτοι τώρα
μαρναμένους: πῶς δ᾿ ἂν σὺ νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχοιο;» το πάλεμα μας᾿ είμαι νιότερος — μαζί μου πως τα βάζεις;»
ὣς οἱ μὲν προπάροιθε θυράων ὑψηλάων Ο ένας τον άλλον έτσι ξάγγριζε στο μαγλινό κατώφλι
οὐδοῦ ἔπι ξεστοῦ πανθυμαδὸν ὀκριόωντο. μπροστά στα τρίψηλα πορτόφυλλα, συμπώντας το θυμό του.
τοῖϊν δὲ ξυνέηχ᾿ ἱερὸν μένος Ἀντινόοιο, Κι ο Αντίνοος ο τρανός, ακούγοντας το πως μάλωναν, ξάφνου
35 ἡδὺ δ᾿ ἄρ᾿ ἐκγελάσας μετεφώνει μνηστήρεσσιν: στα γέλια ξέσπασε και φώναξε γυρνώντας στους μνηστήρες:
«ὦ φίλοι, οὐ μέν πώ τι πάρος τοιοῦτον ἐτύχθη, Αλήθεια, ως τώρα δε μας έλαχε, σύντροφοι, τέτοιο πράμα,
οἵην τερπωλὴν θεὸς ἤγαγεν ἐς τόδε δῶμα. μια τέτοια μέσα εδώ ξεφάντωση᾿ κάποιος θεός τη στέλνει!
ὁ ξεῖνός τε καὶ Ἶρος ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν Ο Ίρος κι ο ξένος, δέστε, πιάστηκαν κι αντροκαλιούνται οι δυο
χερσὶ μαχέσσασθαι: ἀλλὰ ξυνελάσσομεν ὦκα.» τους