Page 223 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 223
222
στα χέρια να 'ρθουν. Ας τους σπρώξουμε και μεις να
χτυπηθούνε!»
40 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀνήϊξαν γελόωντες, Αυτά είπε, κι όλοι τους πετάχτηκαν απ᾿ τα θρονιά με γέλια,
ἀμφὶ δ᾿ ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο. και γύρω στους ζητιάνους έτρεξαν τους κακοφορεμένους'
τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός: κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω. «Έχω να πω ένα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικατε!
γαστέρες αἵδ᾿ αἰγῶν κέατ᾿ ἐν πυρί, τὰς ἐπὶ δόρπῳ Γιδοκοιλιές στο τζάκι, ψήνουμε, γεμάτες ξίγκι κι αίμα,
45 κατθέμεθα κνίσης τε καὶ αἵματος ἐμπλήσαντες: να 'χουμε απόψε για το δείπνο μας᾿ και τώρα από τους δυο τους
ὁππότερος δέ κε νικήσῃ κρείσσων τε γένηται, ο που θα δείξει δυνατότερος στο τέλος και νικήσει,
τάων ἥν κ᾿ ἐθέλῃσιν ἀναστὰς αὐτὸς ἑλέσθω: όποια κοιλιά του αρέσει, μόνος του να σηκωθεί να πάρει'
αἰεὶ αὖθ᾿ ἡμῖν μεταδαίσεται, οὐδέ τιν᾿ ἄλλον και πάντα να 'ρχεται στις τάβλες μας, κι ουδέ κανέναν άλλον
πτωχὸν ἔσω μίσγεσθαι ἐάσομεν αἰτήσοντα.» θ᾿ αφήνουμε δω μέσα ζήτουλα για διακονιά να μπαίνει.»
50 ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος. Αυτά είπε ο Αντίνοος, και στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν
τοῖς δὲ δολοφρονέων μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: με πονηριά κι ο πολυμήχανος τους μίλησε Oδυσσέας:
«ὦ φίλοι, οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι «Φίλοι, δε γίνεται με νιότερο να πιάνεται ένας γέρος,
ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον: ἀλλά με γαστὴρ που 'χει τραβήξει τόσα βάσανα᾿ μα είναι η κοιλιά μου τώρα
ὀτρύνει κακοεργός, ἵνα πληγῇσι δαμείω. που με ξεσήκωσε η κακόπραγη — για να με δείρει ετούτος!
55 ἀλλ᾿ ἄγε νῦν μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον, Ελάτε ωστόσο, αμώστε μου όλοι σας όρκο τρανό, κανένας
μή τις ἐπ᾿ Ἴρῳ ἦρα φέρων ἐμὲ χειρὶ βαρείῃ πως δε θ᾿ απλώσει απάνω μου άνομα το χέρι το βαρύ του,
πλήξῃ ἀτασθάλλων, τούτῳ δέ με ἶφι δαμάσσῃ.» τον Ίρο να συντρέξει θέλοντας, να με καταπονέσει.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀπώμνυον ὡς ἐκέλευεν. Είπε, κι αυτοί, καθώς τους γύρευε, τον όρκο έδωκαν όλοι-
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον, και μόλις άμωσαν και τέλεψαν τον όρκο, αναμεσό τους
60 τοῖς δ᾿ αὖτις μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο: είπε ο Τηλέμαχος ο αντρόκαρδος στον Οδυσσέα γυρνώντας:
«ξεῖν᾿, εἴ σ᾿ ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ «Ξένε, αν σε σπρώχνει το κουράγιο σου κι η πέρφανη καρδιά σου
τοῦτον ἀλέξασθαι, τῶν δ᾿ ἄλλων μή τιν᾿ Ἀχαιῶν να βγεις μπροστά του, τους επίλοιπους Αργίτες μη φοβάσαι'
δείδιθ᾿, ἐπεὶ πλεόνεσσι μαχήσεται ὅς κέ σε θείνῃ: με πλήθος θα τα βάλη αντίμαχους όποιος χτυπήσει εσένα.
ξεινοδόκος μὲν ἐγών, ἐπὶ δ᾿ αἰνεῖτον βασιλῆες, Εγώ σε φίλεψα στο σπίτι μου! Κι ο Αντίνοος θα συγκλίνει
65 Ἀντίνοός τε καὶ Εὐρύμαχος, πεπνυμένω ἄμφω.» τώρα κι ο Ευρύμαχος στη γνώμη μου, τι έχουν μυαλό κι οι δυο
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον: αὐτὰρ τους.»
Ὀδυσσεὺς Αυτά είπε εκείνος, κι όλοι εσύγκλιναν, μα ως γύρω στ᾿ αχαμνά του
ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα, φαῖνε δὲ μηροὺς ζώστη ο Οδυσσέας με τα κουρέλια του, μεριά καλοδεμένα,
καλούς τε μεγάλους τε, φάνεν δέ οἱ εὐρέες ὦμοι χυτά φανέρωσε, και φάνηκαν ώμοι φαρδιοί και στήθη
στήθεά τε στιβαροί τε βραχίονες: αὐτὰρ Ἀθήνη και δυνατά βραχιόνια᾿ κι έφτασε κοντά του κι η Παλλάδα
70 ἄγχι παρισταμένη μέλε᾿ ἤλδανε ποιμένι λαῶν. και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη.
μνηστῆρες δ᾿ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως ἀγάσαντο: Κι όλοι οι μνηστήρες τότε τα 'χασαν και βάστισεν ο νους τους,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον: κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«ἦ τάχα Ἶρος Ἄϊρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει, «Τέτοια μεριά που ο γέρος έδειξε τραβώντας τα κουρέλια,
οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει.» τον Ίρο πες τον Ξέιρο, χάθηκε! Γυρεύοντας επήγε!»
75 ὣς ἄρ᾿ ἔφαν, Ἴρῳ δὲ κακῶς ὠρίνετο θυμός. Εκείνοι τούτα έλεγαν, κι έσπασε του Ίρου η χολή, μα κι έτσι
ἀλλὰ καὶ ὣς δρηστῆρες ἄγον ζώσαντες ἀνάγκῃ μεβιάς τον ζώσαν, κι ως τον έφεραν στη μέση εκεί οι υπηρέτες
δειδιότα: σάρκες δὲ περιτρομέοντο μέλεσσιν. αλαφιασμένο κι όλες του 'τρεμαν οι σάρκες στο κορμί του,
Ἀντίνοος δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: τον αποπήρε ο Αντίνοος άσκημα κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«νῦν μὲν μήτ᾿ εἴης, βουγάϊε, μήτε γένοιο, «Να πέθαινες, βοΐδομωρόλογε, να μη γεννιόσουν κάλλιο,
80 εἰ δὴ τοῦτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, αν τρόμος σ᾿ έπιασε και σκιάζεσαι μπροστά σε τούτον τώρα,