Page 228 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 228
227
εἰ κεῖνός γ᾿ ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, Αλήθεια, εκείνος πίσω αν διάγερνε και νοιάζουνταν για μένα,
255 μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. θα 'ταν και πιο μεγάλη η δόξα μου και πιο όμορφα τα πάντα.
νῦν δ᾿ ἄχομαι: τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων. Μα τώρα λιώνω, τι μου σώριασε κακά ο θεός περίσσια.
ἦ μὲν δὴ ὅτε τ᾿ ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν, θυμούμαι, όταν κινούσε κι άφηνε τη γη την πατρική του,
δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα: το χέρι το δεξιό μου φούχτωσε πα στον αρμό και μου 'πε:
«ὦ γύναι, οὐ γὰρ ὀί̈ω ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς ,, Γυναίκα, αλήθεια δέ φαντάζουμαι πως οι αντρειωμένοι Αργίτες
260 ἐκ Τροίης εὖ πάντας ἀπήμονας ἀπονέεσθαι: από της Τροίας τα μέρη ανέβλαβοι θα στρέψουμε όλοι πίσω'
καὶ γὰρ Τρῶάς φασι μαχητὰς ἔμμεναι ἄνδρας, κι οι Τρώες ακούγονται πολέμαρχοι πως είναι ψυχωμένοι'
ἠμὲν ἀκοντιστὰς ἠδὲ ῥυτῆρας ὀϊστῶν να ρίχνουν και κοντάρι ξέρουνε, να σέρνουν και δοξάρι,
ἵππων τ᾿ ὠκυπόδων ἐπιβήτορας, οἵ κε τάχιστα κι αμάξια ν᾿ ανεβαίνουν, που άλογα γοργά ως τα σέρνουν, δίνουν
ἔκριναν μέγα νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο. τη νίκη γρήγορα στον πόλεμο και στο φριχτό το απάλε.
265 τῷ οὐκ οἶδ᾿ ἤ κέν μ᾿ ἀνέσει θεός, ἦ κεν ἁλώω Ποιος ξέρει από θεού αν μου μέλλεται λοιπόν να στρέψω πίσω,
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ: σοὶ δ᾿ ἐνθάδε πάντα μελόντων. για να χαθώ κει πέρα. Φρόντιζε πια εσύ γι᾿ αυτά που αφήνω.
μεμνῆσθαι πατρὸς καὶ μητέρος ἐν μεγάροισιν Τη μάνα και τον κύρη γνοιάζου τους στο σπίτι μας ως πρώτα,
ὡς νῦν, ἢ ἔτι μᾶλλον ἐμεῦ ἀπονόσφιν ἐόντος: κι ακόμα πιο καλά, όσο βρίσκουμαι στα ξένα εγώ μακριά τους.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι, Μα ως δεις στου γιου μας πια τα μάγουλα τα γένια να φυτρώνουν,
270 γήμασθ᾿ ᾧ κ᾿ ἐθέλῃσθα, τεὸν κατὰ δῶμα λιποῦσα. τότε το σπίτι μας παράτησε, να πάρεις όποιον θέλεις.
«κεῖνος τὼς ἀγόρευε: τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται. Εκείνος τέτοια μου παράγγελνε᾿ τώρα αληθεύουν όλα'
νὺξ δ᾿ ἔσται ὅτε δὴ στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει και θα 'ρθει η νύχτα, τον αγλύκαντο που θ᾿ αντικρίσω γάμο
οὐλομένης ἐμέθεν, τῆς τε Ζεὺς ὄλβον ἀπηύρα. εγώ η κατάρατη, που μου 'σβησε κάθε αναγάλλια ο Δίας!
ἀλλὰ τόδ᾿ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει: Μα κι άλλη την καρδιά μου ασήκωτη πλακώνει πίκρα τώρα'
275 μνηστήρων οὐχ ἥδε δίκη τὸ πάροιθε τέτυκτο: τέτοια φερσίματα πρωτύτερα δε δείχναν οι μνηστήρες!
οἵ τ᾿ ἀγαθήν τε γυναῖκα καὶ ἀφνειοῖο θύγατρα «Οταν γυρεύουν μιαν αρχόντισσα και πλουσιοθυγατέρα
μνηστεύειν ἐθέλωσι καὶ ἀλλήλοις ἐρίσωσιν, να παντρευτούν και συνορίζουνται ποιος ταίρι θα την πάρει,
αὐτοὶ τοί γ᾿ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα, δικά τους βόδια πάντα φέρνουνε κι αρνιά καλοθρεμμένα,
κούρης δαῖτα φίλοισι, καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῦσιν: να φαν οι συμπεθέροι, κι όμορφα της κόρης δίνουν δώρα,
280 ἀλλ᾿ οὐκ ἀλλότριον βίοτον νήποινον ἔδουσιν.» και δε ρημάζουν αλογάριαστα το ξένο βιος ποτέ τους.»
ὣς φάτο, γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς, Στα λόγια της ο θείος, πολύπαθος εχάρηκε Oδυσσέας,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, θέλγε δὲ θυμὸν που δώρα να τους πάρει εγύρευε και πλάνευε με λόγια
μειλιχίοις ἐπέεσσι, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα. γλυκά τα φρένα τους, μα μέσα της διαλογιζόταν άλλα.
τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός, Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
285 «κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, «Αν θέλει, Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
δῶρα μὲν ὅς κ᾿ ἐθέλῃσιν Ἀχαιῶν ἐνθάδ᾿ ἐνεῖκαι, κανένας από μας χαρίσματα για σένα εδώ να φέρει,
δέξασθ᾿. οὐ γὰρ καλὸν ἀνήνασθαι δόσιν ἐστίν: να τα δεχτείς, τι θα 'ταν άπρεπο να του αρνηθείς το δώρο.
ἡμεῖς δ᾿ οὔτ᾿ ἐπὶ ἔργα πάρος γ᾿ ἴμεν οὔτε πῃ ἄλλῃ, Μα εμείς για τις δουλειές δε φεύγουμε μηδέ γι᾿ αλλού κινούμε,
πρίν γέ σε τῷ γήμασθαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος.» πριν παντρευτείς εσύ διαλέγοντας τον κάλλιο απ᾿ τους Αργίτες.»
290 ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος: Αυτά είπε ο Αντίνοος, κι ως στο λόγο του συγκλίναν όλοι εκείνοι,
δῶρα δ᾿ ἄρ᾿ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος. από 'ναν κράχτη έστειλαν όλοι τους, τα δώρα τους να φέρει.
Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον, Μαντί μεγάλο ο κράχτης έφερε του Αντίνοου, ξομπλιασμένο,
ποικίλον: ἐν δ᾿ ἀρ᾿ ἔσαν περόναι δυοκαίδεκα πᾶσαι πανώριο᾿ κλειδωτήρια δώδεκα το εκράτουν πάνω ως κάτω,
χρύσειαι, κληῖ̈σιν ἐϋγνάμπτοις ἀραρυῖαι. μαλαματένια και που αγκίστρωναν σε γυριστά θηλύκια.
295 ὅρμον δ᾿ Εὐρυμάχῳ πολυδαίδαλον αὐτίκ᾿ ἔνεικε. Γιορντάνι στον Ευρύμαχο έφερε που ξάστραφτε σαν ήλιος
χρύσεον, ἠλέκτροισιν ἐερμένον ἠέλιον ὥς. κι οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
ἕρματα δ᾿ Εὐρυδάμαντι δύω θεράποντες ἔνεικαν, Και του Ευρυδάμα τα παιδόπουλα δυο σκουλαρίκια έφεραν,