Page 226 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 226
225
παιδὶ δέ κεν εἴποιμι ἔπος, τό κε κέρδιον εἴη, μνηστήρες.
μὴ πάντα μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὁμιλεῖν, Κι ένα στο γιο μου λόγο να 'λεγα, που θα 'ναι για καλό του'
οἵ τ᾿ εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ᾿ ὄπιθεν φρονέουσι.» όλη την ώρα με τους άνομους μνηστήρες να μη σμίγει᾿
τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρυνόμη ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν: λόγια γλυκά του λεν, μα πίσω του κακό του μελετούνε.»
Γυρνώντας τότε κι η κελάρισσα της μίλησε Ευρυνόμη:
170 «ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, τέκος, κατὰ μοῖραν ἔειπες. «Αλήθεια, τούτα που 'πες, κόρη μου, σωστά και δίκια είν᾿ όλα.
ἀλλ᾿ ἴθι καὶ σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ᾿ ἐπίκευθε, Σύρε λοιπόν στο γιο σου, πες του τα, και τίποτα μην κρύψεις.
χρῶτ᾿ ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς: Όμως πιο πρώτα λούσου κι άλειψε τα μάγουλα με μύρα᾿
μηδ᾿ οὕτω δακρύοισι πεφυρμένη ἀμφὶ πρόσωπα μην πας ως είσαι, με το πρόσωπο στα κλάματα λουσμένο'
ἔρχευ, ἐπεὶ κάκιον πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί. καλά μαθές δεν είναι, αδιάκοπα να κλαις και να θρηνάσαι.
175 ἤδη μὲν γάρ τοι παῖς τηλίκος, ὃν σὺ μάλιστα Κι ο γιος σου τώρα πια μεγάλωσε, του βγήκαν και τα γένια,
ἠρῶ ἀθανάτοισι γενειήσαντα ἰδέσθαι.» καθώς ευκιόσουν στους αθάνατους να τόνε δεις μια μέρα.»
τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«Εὐρυνόμη, μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ, «Όσο, Ευρυνόμη, κι αν με γνοιάζεσαι, του κάκου μη γυρεύεις
χρῶτ᾿ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ: γνώμη ν᾿ αλλάξω τώρα, να λουστώ και ν᾿ αλειφτώ με μύρα.
180 ἀγλαί̈ην γὰρ ἐμοί γε θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν, Τα κάλλη τα δικά μου τα 'σβησαν οι αθάνατοι του Όλύμπου,
ὤλεσαν, ἐξ οὗ κεῖνος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν. απ᾿ τον καιρό που εκείνος έφυγε στα βαθουλά καράβια.
ἀλλά μοι Αὐτονόην τε καὶ Ἱπποδάμειαν ἄνωχθι Στην Ιπποδάμεια τώρα μίλησε και στην Αυτόνοη, να 'ρθουν
ἐλθέμεν, ὄφρα κέ μοι παρστήετον ἐν μεγάροισιν: μαζί μου, δίπλα εκεί να στέκουνται, στο αρχονταρίκι ως θα 'μπω'
οἴη δ᾿ οὐκ εἴσειμι μετ᾿ ἀνέρας: αἰδέομαι γάρ.» τι να βρεθώ μονάχη ντρέπουμαι σε τόσους άντρες μέσα.»
185 «ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το γυναικίτη αφήκε,
ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι. στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν.
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε'
κούρῃ Ἰκαρίοιο κατὰ γλυκὺν ὕπνον ἔχευεν, της Πηνελόπης, με ύπνο ολόγλυκο περέχυσε τα μάτια'
εὗδε δ᾿ ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα κι έγειρε πίσω και κοιμήθηκε κι οι αρμοί της ελυθήκαν
190 αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι: τέως δ᾿ ἄρα δῖα θεάων πα στο θρονί᾿ κι εκεί στον ύπνο της τη στόλισε με δώρα
ἄμβροτα δῶρα δίδου, ἵνα μιν θησαίατ᾿ Ἀχαιοί. αθάνατα η θεά η τρισεύγενη, για να τη δουν οι Αργίτες
κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν και να σαστίσουν πρώτα τ᾿ όμορφο παστρεύει πρόσωπο της
ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐϋστέφανος Κυθέρεια με θείο φταμόρφι, που το αλείβεται κι η ομορφοστεφανούσα
χρίεται, εὖτ᾿ ἂν ἴῃ Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα: Κυθέρεια, σε χορό ερωτιάρικο κινώντας με τις Χάρες'
195 καί μιν μακροτέρην καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, κι ακόμα πιο αψηλή την έκανε και πιο μεστή να δείχνει,
λευκοτέρην δ᾿ ἄρα μιν θῆκε πριστοῦ ἐλέφαντος. και πιο χιονάτη κι απ᾿ το φίλντισι το καλοδουλεμένο.
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς ἔρξασ᾿ ἀπεβήσετο δῖα θεάων, Ως τούτα τέλεψε η τρισεύγενη θεά, κινάει και φεύγει.
ἦλθον δ᾿ ἀμφίπολοι λευκώλενοι ἐκ μεγάροιο Κι ήρθαν οι δυο κρουσταλλοβράχιονες απ᾿ το παλάτι βάγιες,
φθόγγῳ ἐπερχόμεναι: τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε, κι όπως φώναζαν, την έσήκωσαν απ᾿ το γλυκό τον ύπνο'
200 καί ῥ᾿ ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε: κι εκείνη, με τα χέρια τρίβοντας τα μαγουλά της, είπε:
«ἦ με μάλ᾿ αἰνοπαθῆ μαλακὸν περὶ κῶμ᾿ ἐκάλυψεν. «Γλυκό αποκάρωμα που μ᾿ έζωσε την τρισερημιασμένη!
αἴθε μοι ὣς μαλακὸν θάνατον πόροι Ἄρτεμις ἁγνὴ Η Άρτεμη η αγνή μακάρι θάνατο τόσο γλυκό και τώρα
αὐτίκα νῦν, ἵνα μηκέτ᾿ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν μεμιάς να μου᾿ δινε, τα κλάματα να λείπαν, τη ζωή μου
αἰῶνα φθινύθω, πόσιος ποθέουσα φίλοιο να μην αφάνιζα, τον άντρα μου, τις τόσες προκοπές του
205 παντοίην ἀρετήν, ἐπεὶ ἔξοχος ἦεν Ἀχαιῶν.» αποζητώντας᾿ τι ξεχώριζε μες στους Αργίτες όλους.»
ὣς φαμένη κατέβαιν᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα, Αυτά είπε, κι απ᾿ το ανώι το λιόφωτο να κατεβαίνει πήρε,
οὐκ οἴη: ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι δύ᾿ ἕποντο. όχι μονάχη᾿ οι δυο ξοπίσω της την ακλουθούσαν βάγιες.
ἡ δ᾿ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν, Και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο, σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στεριάς στέγης, κι είχε