Page 219 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 219
218
ἡμένη ἐν θαλάμῳ: ὁ δ᾿ ἐδείπνεε δῖος Ὀδυσσεύς: στο γυναικίτη, ο αρχοντογέννητος γιομάτιζε Οδυσσέας'
ἡ δ᾿ ἐπὶ οἷ καλέσασα προσηύδα δῖον ὑφορβόν: κι αυτή το θείο κοντά της κάλεσε χοιροβοσκό και του 'πε:
«ἔρχεο, δῖ᾿ Εὔμαιε, κιὼν τὸν ξεῖνον ἄνωχθι «Εύμαιε, για σύρε, αρχοντογέννητε, και πες του ξένου να 'ρθει,
ἐλθέμεν, ὄφρα τί μιν προσπτύξομαι ἠδ᾿ ἐρέωμαι για να του πω το καλωσόρισες και να ρωτήσω αν έχει
510 εἴ που Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠὲ πέπυσται μαθές ακούσει, ο καρτερόψυχος που βρίσκεται Οδυσσέας,
ἢ ἴδεν ὀφθαλμοῖσι: πολυπλάγκτῳ γὰρ ἔοικε.» για κι αν τον είδε ατός του᾿ φαίνεται πολυταξιδεμένος.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα Εύμαιε, και συ γυρνώντας έπειτα, χοιροβοσκέ, της είπες:
«εἰ γάρ τοι, βασίλεια, σιωπήσειαν Ἀχαιοί: «Αχ, να 'ταν οι Αχαιοί, βασίλισσα, για λίγο να σώπαιναν!
οἷ᾿ ὅ γε μυθεῖται, θέλγοιτό κέ τοι φίλον ἦτορ. Και τι δεν ιστορεί! Θα γήτευε στα στήθη την καρδιά σου!
515 Μες στο καλύβι μου τον κράτησα τρεις νύχτες και τρεις μέρες,
τρεῖς γὰρ δή μιν νύκτας ἔχον, τρία δ᾿ ἤματ᾿ ἔρυξα τι ήρθε σε μένα πρώτα, φεύγοντας κρυφά από τ᾿ άρμενό του'
ἐν κλισίῃ: πρῶτον γὰρ ἔμ᾿ ἵκετο νηὸς ἀποδράς: κι ωστόσο δε μου αποδηγήθηκε τα τόσα βάσανα του.
ἀλλ᾿ οὔ πω κακότητα διήνυσεν ἣν ἀγορεύων. Στον τραγουδάρη πως τα μάτια σου στυλώνεις, που 'χει μάθει
ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἀοιδὸν ἀνὴρ ποτιδέρκεται, ὅς τε θεῶν ἒξ τραγούδια απ᾿ τους θεούς πανέμορφα και ψάλλει στους
ἀείδει δεδαὼς ἔπε᾿ ἱμερόεντα βροτοῖσι,
ανθρώπους,
520 τοῦ δ᾿ ἄμοτον μεμάασιν ἀκουέμεν, ὁππότ᾿ ἀείδῃ: και λαχταράς ν᾿ ακούς ατέλειωτα, σαν πιάσει το τραγούδι᾿
ὣς ἐμὲ κεῖνος ἔθελγε παρήμενος ἐν μεγάροισι. παρόμοια κι εκείνου με γήτευαν τα λόγια στο μαντρί μου.
φησὶ δ᾿ Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώϊος εἶναι, Ήταν στην Κρήτη λέει το σπίτι του, στου Μίνωα την πατρίδα,
Κρήτῃ ναιετάων, ὅθι Μίνωος γένος ἐστίν. και φίλος γονικός μου πέτουνταν πως είναι του Οδυσσέα,
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾿ ἵκετο πήματα πάσχων, κι ως να 'ρθει εδώ χιλιοπαράδειρε και χιλιοβασανίστη.
525 προπροκυλινδόμενος: στεῦται δ᾿ Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι, Να λέει δε σταματάει πως άκουσε για το θεϊκό» Οδυσσέα
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ, πως βρίσκεται κοντά, στων Θεσπρωτών τη μυριοπλούσια χώρα,
ζωοῦ: πολλὰ δ᾿ ἄγει κειμήλια ὅνδε δόμονδε.» και ζει και κουβαλά αξετίμητα πολλά μαζί του πλούτη.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«ἔρχεο, δεῦρο κάλεσσον, ἵν᾿ ἀντίον αὐτὸς ἐνίσπῃ. «Σύρε και πες του να 'ρθει, μόνος του να μου τα πει, και τούτοι
530 οὗτοι δ᾿ ἠὲ θύρῃσι καθήμενοι ἑψιαάσθων. ας ξεφαντώνουν στις αυλόπορτες απ όξω καθισμένοι
ἢ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾿, ἐπεί σφισι θυμὸς ἐύ̈φρων. για μες στο σπίτι, αφού χαρούμενη νογοΰνε την καρδιά τους —
αὐτῶν μὲν γὰρ κτήματ᾿ ἀκήρατα κεῖτ᾿ ἐνὶ οἴκῳ, πως όχι; αφού κρατιέται απείραχτο το βιος στ᾿ αρχοντικά τους
σῖτος καὶ μέθυ ἡδύ: τὰ μὲν οἰκῆες ἔδουσιν, κι απ᾿ το κρασί και το σιτάρι τους μονάχα οι δούλοι τρώνε,
οἱ δ᾿ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα, κι ατοί τους κάθε μέρα βρίσκουνται στο σπίτι το δικό μας
535 βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας, τ᾿ αρνιά μας σφάζοντας, τα βόδια μας και τις παχιές μας γίδες,
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον, χαροκοπώντας, το φλογόμαυρο ξοδιάζοντας κρασί μας,
μαψιδίως: τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾿ ἀνήρ, ανέγνοιοι᾿ κι όλα εδώ ασωτεύουνται, κι άντρας κανείς δεν είναι,
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι. ως ο Οδυσσέας, από το σπίτι μας το χάλασμα να διώξει.
εἰ δ᾿ Ὀδυσεὺς ἔλθοι καὶ ἵκοιτ᾿ ἐς πατρίδα γαῖαν, Μα αν ο Οδυσσέας ερχόταν κι έφτανε στη γη την πατρική του,
540 αἶψά κε σὺν ᾧ παιδὶ βίας ἀποτίσεται ἀνδρῶν.» με τον υγιό του θα γδικιώνουνταν γοργά τις ανομίες τους.»
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ μέγ᾿ ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα Στα λόγια αυτά με ορμή ο Τηλέμαχος φταρνίστη, και το σπίτι
σμερδαλέον κονάβησε: γέλασσε δὲ Πηνελόπεια, γύρω αντιλάλησε άγρια᾿ γέλασε κι η Πηνελόπη τότε,
αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: γυρνάει στον Εύμαιο κι ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«ἔρχεό μοι, τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον. « Τρέχα, τον ξένο φώναξε μου τον, εδώ μπροστά μου να 'ρθεί'
545 οὐχ ὁράᾳς ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσι; δεν είδες τώρα πως φταρνίστηκε στα λόγια που είπα ο γιος μου;
τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Για τούτο λέω πως θα 'βρει ανέσφαλτος ο Χάρος τους μνηστήρες
πᾶσι μάλ᾿, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει. όλους! Τη μοίρα και το θάνατο δε θα γλιτώσει ουτ᾿ ένας.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν: Πάνω σ᾿ αυτά κάτι άλλο θα 'λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾿ το'
αἴ κ᾿ αὐτὸν γνώω νημερτέα πάντ᾿ ἐνέποντα, αν καταλάβω πως μιλώντας μου μονάχα αλήθειες είπε,