Page 220 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 220
219
550 ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά.» θα πω να του χαρίσουν όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.»
ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν: Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε την προσταγή της, τρέχει
ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: στον Οδυσσέα και με άνεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«ξεῖνε πάτερ, καλέει σε περίφρων Πηνελόπεια, «Πατέρα, ξένε, τώρα η φρόνιμη σε κράζει Πηνελόπη
μήτηρ Τηλεμάχοιο: μεταλλῆσαί τί ἑ θυμὸς να πας, η μάνα του Τηλέμαχου᾿ την έσπρωξε η καρδιά της
555 ἀμφὶ πόσει κέλεται, καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ. να σε ρωτήσει για τον άντρα της, και τόσα που 'χει σύρει.
εἰ δέ κέ σε γνώῃ νημερτέα πάντ᾿ ἐνέποντα, Κι αν καταλάβει πως μιλώντας της μονάχα αλήθειες είπες,
ἕσσει σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, τῶν σὺ μάλιστα χλαμύδα και χιτώνα δώρο της θα πάρεις λέει᾿ και τα 'χεις
χρηί̈ζεις: σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον ανάγκη! Για ψωμί ζητιάνεψε γυρνώντας μες στη χώρα,
γαστέρα βοσκήσεις: δώσει δέ τοι ὅς κ᾿ ἐθέλῃσι.» για να χορτάσεις᾿ όποιος άνθρωπος θελήσει, θα σου δώκει.»
560 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: Κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
«Εὔμαι᾿, αἶψά κ᾿ ἐγὼ νημερτέα πάντ᾿ ἐνέποιμι «Την πάσα αλήθεια εγώ στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ: την Πηνελόπη, τώρα θα 'λεγα, χωρίς καιρό να χάσω'
οἶδα γὰρ εὖ περὶ κείνου, ὁμὴν δ᾿ ἀνεδέγμεθ᾿ ὀϊζύν. τα ξέρω τα δικά του, σύραμε κι οι δυο τυράννια τόσα!
ἀλλὰ μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι᾿ ὅμιλον, Μα τρέμω τους πολλούς κακότροπους μνηστήρες, τι έχει φτάσει
565 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει. η αδιαντροπιά κι η κακοσύνη τους στα σιδερένια ουράνια!
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε μ᾿ οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα Και τώρα ακόμα που τριγύριζα το αρχονταρίκι, εκείνος
οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν, με αφάνισε του πόνου ρίχνοντας, χωρίς να τον πειράξω,
οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ᾿ ἐπήρκεσεν οὔτε τις ἄλλος. κι ούτε ο Τηλέμαχος μου στάθηκε κι ουδέ κανένας άλλος.
τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι Γι αυτό στην Πηνελόπη μήνυσε, κι ας έχει βιάση τόση,
570 μεῖναι, ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα: στην κάμαρα της με το λιόγερμα να με προσμένει, αν θέλει᾿
καὶ τότε μ᾿ εἰρέσθω πόσιος πέρι νόστιμον ἦμαρ, κι ας με ρωτήσει για τον άντρα της, το πότε θα γυρίσει,
ἀσσοτέρω καθίσασα παραὶ πυρί: εἵματα γάρ τοι καθίζοντας με πλάι στο τζάκι της᾿ φορώ μαθές κουρέλια'
λύγρ᾿ ἔχω: οἶσθα καὶ αὐτός, ἐπεί σε πρῶθ᾿ ἱκέτευσα.» στα πόδια τα δικά σου πρόσπεσα πιο πριν και το κατέχεις.»
ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσε. Κι ο θείος χοιροβοσκός, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, γυρίζει,
575 τὸν δ᾿ ὑπὲρ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια: μα το κατώφλι μόλις διάβηκε, του κράζει η Πηνελόπη:
«οὐ σύ γ᾿ ἄγεις, Εὔμαιε: τί τοῦτ᾿ ἐνόησεν ἀλήτης; «Εύμαιε, γιατί δε μου τον έφερες; σαν τι στοχάστη ο νους του;
ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον ἦε καὶ ἄλλως ποιος τον φοβέρισε και τρόμαξε; Για από ντροπή δε θέλει
αἰδεῖται κατὰ δῶμα; κακὸς δ᾿ αἰδοῖος ἀλήτης.» να τριγυρνάει στο σπίτι; Είναι άσκημο να ντρέπεται ο ζητιάνος.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: Εύμαιε, και συ γυρνώντας έπειτα, χοιροβοσκέ, της είπες:
580 «μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ἅ πέρ κ᾿ οἴοιτο καὶ ἄλλος, «Πολύ σωστά μιλάει᾿ θα το 'βαζε στο νου του κι όποιος άλλος᾿
ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων. λέει να ξεφύγει τους αράθυμους, ξαδιάντροπους μνηστήρες'
ἀλλά σε μεῖναι ἄνωγεν ἐς ἠέλιον καταδύντα. γι᾿ αυτό μηνάει μετά το λιόγερμα να τον προσμένεις να 'ρθει.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾿ αὐτῇ πολὺ κάλλιον, ὦ βασίλεια, Πολύ καλύτερο, βασίλισσα, και για την ίδια εσένα
οἴην πρὸς ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ᾿ ἐπακοῦσαι.» μόνη στον ξένο αν πεις το λόγο σου κι ακούσεις το δικό του.»
585 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος: ὀί̈εται, ὥς περ ἂν εἴη: «Κοντός δεν είναι ο ξένος᾿ το 'νιωσε μαθές τι θα γινόταν
οὐ γάρ πού τινες ὧδε καταθνητῶν ἀνθρώπων τι άλλοι σαν τούτους λέω δε βρίσκουνται στον κόσμον όλο μέσα
ἀνέρες ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.» δουλειές κακές να κλώθουν, άνομες, στην τόσην αδικία τους.»
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς ἀγόρευεν, ὁ δ᾿ ᾤχετο δῖος ὑφορβὸς Έτσι μιλούσε εκείνη, κι έφυγε για των μνηστήρων πίσω
590 μνηστήρων ἐς ὅμιλον, ἐπεὶ διεπέφραδε πάντα. ο θείος χοιροβοσκός τη μαζώξη, σαν πια της τα 'πεν όλα᾿
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα, κι έσκυψε αμέσως στον Τηλέμαχο την κεφαλή, οι μνηστήρες
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾿ οἱ ἄλλοι: να μην ακούσουν, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
«ὦ φίλ᾿, ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων, «Εγώ, καλέ μου, πάω τους χοίρους μας και κείνα να φυλάξω,
σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον: σοὶ δ᾿ ἐνθάδε πάντα μελόντων. το βίος σου και το βίος μου᾿ γνοιάσου τα τα εδώ κι εσύ ως την