Page 242 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 242
241
δε θέλεις να σε πλύνουν κι έσπρωξεν, όχι άθελα μου, εμένα
375 κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια. η Πηνελόπη τώρα, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα.
τῷ σε πόδας νίψω ἅμα τ᾿ αὐτῆς Πηνελοπείης Και για χατίρι της αφέντρας μου και για δικό σου θέλω
καὶ σέθεν εἵνεκ᾿, ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμὸς τα πόδια να σου πλύνω᾿ μέσα μου ξεσηκώθηκαν τόσοι
κήδεσιν. ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ξυνίει ἔπος, ὅττι κεν εἴπω: τώρα καημοί! Μα ομπρός, το λόγο μου ν᾿ ακούσεις θέλω τώρα:
πολλοὶ δὴ ξεῖνοι ταλαπείριοι ἐνθάδ᾿ ἵκοντο, Βασανισμένοι πλήθος έφτασαν στα αρχοντικό μας ξένοι,
380 ἀλλ᾿ οὔ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι μα λέω πως άλλον δεν αντίκρισα ποτέ μου, του Οδυσσέα
ὡς σὺ δέμας φωνήν τε πόδας τ᾿ Ὀδυσῆϊ ἔοικας.» τόσο στα πόδια και στο ανάριμμα και στη φωνή να μοιάζει!»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Όσοι μας βλέπουν με τα μάτια τους, γερόντισσα, μπροστά τους
«ὦ γρηῦ, οὕτω φασὶν ὅσοι ἴδον ὀφθαλμοῖσιν παρόμοια λόγια λένε᾿ μοιάζουμε πολύ συνάλληλώς μας,
ἡμέας ἀμφοτέρους, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν
385 ἔμμεναι, ὡς σύ περ αὐτὴ ἐπιφρονέουσ᾿ ἀγορεύεις.» καθώς και συ το παρατήρησες μονάχη και μας το 'πες.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ λέβηθ᾿ ἕλε παμφανόωντα Αυτά είπε, κι έφερε η γερόντισσα στραφταλιστό λεβέτι,
τοῦ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ᾿ ἐνεχεύατο πουλὺ που το 'χε πάντα για ποδόλουτρο, και κρύο νερό του χύνει
ψυχρόν, ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν. αὐτὰρ μέσα πολύ, κι απάνω του έριξε ζεστό᾿ μα από το τζάκι
Ὀδυσσεὺς κάθισε αλάργα εκείνος στρέφοντας στο σκότος το κορμί του᾿
ἷζεν ἐπ᾿ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾿ αἶψα:
390 αὐτίκα γὰρ κατὰ θυμὸν ὀί̈σατο, μή ἑ λαβοῦσα φοβήθηκε πως αν τον άγγιζε, μπορούσε το σημάδι
οὐλὴν ἀμφράσσαιτο καὶ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο. να καταλάβει, κι έτσι να 'βγαινε το κάθε τι στη φόρα.
νίζε δ᾿ ἄρ᾿ ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ᾿ ἑόν: αὐτίκα δ᾿ ἔγνω Κι εκείνη ζύγωσε και βάλθηκε το ρήγα της να πλένει'
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι αμέσως το σημάδι εγνώρισε, που του 'χε αφήσει ο κάπρος
Παρνησόνδ᾿ ἐλθόντα μετ᾿ Αὐτόλυκόν τε καὶ υἷας, στον Παρνασό, για τον Αυτόλυκο σαν πήγε και τους γιους του,
395 τον αντρειανό γονιό της μάνας του, που άλλος κανείς στους
μητρὸς ἑῆς πάτερ᾿ ἐσθλόν, ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο όρκους
κλεπτοσύνῃ θ᾿ ὅρκῳ τε: θεὸς δέ οἱ αὐτὸς ἔδωκεν και στην κλεψιά δεν του παράβγαινε᾿ θεός του το 'χε δώσει,
Ἑρμείας: τῷ γὰρ κεχαρισμένα μηρία καῖεν ο Ερμής, το δώρο αυτό᾿ τι του 'καιγε μεριά από αρνιά και ρίφια
ἀρνῶν ἠδ᾿ ἐρίφων: ὁ δέ οἱ πρόφρων ἅμ᾿ ὀπήδει. της αρεσκιάς του, του παράστεκε λοιπόν κι αυτός με αγάπη.
Αὐτόλυκος δ᾿ ἐλθὼν Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
Ό Αυτόλυκος μια μέρα φτάνοντας στην καρπερήν Ιθάκη
400 παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέρος ἧς: την κόρη του με γιο νιογέννητο λεχώνα βρήκε᾿ κι ήταν
τόν ῥά οἱ Εὐρύκλεια φίλοις ἐπὶ γούνασι θῆκε η Ευρύκλεια τότε που του απίθωσε στα γόνατα τ᾿ αγγόνι,
παυομένῳ δόρποιο, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: το δείπνο ως τέλεψε, του μίλησε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Αὐτόλυκ᾿, αὐτὸς νῦν ὄνομ᾿ εὕρεο ὅττι κε θῆαι «Αυτόλυκε, μονάχος τ᾿ όνομα να βρεις, για να το δώσεις
παιδὸς παιδὶ φίλῳ: πολυάρητος δέ τοί ἐστιν.» στου τέκνου σου το τέκνο᾿ το 'θελες από καρδιάς τ᾿ αγγόνι!»
405 τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Αὐτόλυκος ἀπαμείβετο φώνησέν τε: Πήρε το λόγο τότε ο Αυτόλυκος κι απηλογήθη κι είπε:
«γαμβρὸς ἐμὸς θυγάτηρ τε, τίθεσθ᾿ ὄνομ᾿ ὅττι κεν «Γαμπρέ και κόρη, νοματίστε τον καθώς σας πω το γιο σας'
εἴπω: εδώ που με θωρείτε, έχω οργιστεί με πλήθος κόσμο ως τώρα,
πολλοῖσιν γὰρ ἐγώ γε ὀδυσσάμενος τόδ᾿ ἱκάνω, κι είναι πολλοί που δυσαρέστησα στη γη, γυναίκες κι άντρες'
ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξὶν ἀνὰ χθόνα πουλυβότειραν: για τουτο κι Οδυσσέα το αγόρι σας να πήτε, κι ως μεστώσει
τῷ δ᾿ Ὀδυσεὺς ὄνομ᾿ ἔστω ἐπώνυμον: αὐτὰρ ἐγώ γε,
410 ὁππότ᾿ ἂν ἡβήσας μητρώϊον ἐς μέγα δῶμα και γίνει παλικάρι, στο τρανό της μάνας του παλάτι
ἔλθῃ Παρνησόνδ᾿, ὅθι πού μοι κτήματ᾿ ἔασι, στον Παρνασό ας έρθει᾿ απ᾿ τα πλούτη μου που εκεί φυλάω, θα
τῶν οἱ ἐγὼ δώσω καί μιν χαίροντ᾿ ἀποπέμψω.» πάρει
τῶν ἕνεκ᾿ ἦλθ᾿ Ὀδυσεύς, ἵνα οἱ πόροι ἀγλαὰ δῶρα. τόσα απ᾿ το χέρι μου, που ολόχαρο θα τον καλοστρατίσω.»
τὸν μὲν ἄρ᾿ Αὐτόλυκός τε καὶ υἱέες Αὐτολύκοιο Έτσι ο Oδυσσέας μια μέρα κίνησε, να πάρει τα πανώρια