Page 247 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 247
246
585 πρὶν γάρ τοι πολύμητις ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿ Ὀδυσσεύς, τι πριν το τορνεμένο αγγίξουνε δοξάρι, και την κόρδα
πρὶν τούτους τόδε τόξον ἐύ̈ξοον ἀμφαφόωντας πουν να τανύσουν κι η σαγίτα τους το σίδερο περάσει,
νευρήν τ᾿ ἐντανύσαι διοϊστεῦσαί τε σιδήρου.» θα 'χει διαγείρει ο πολυμήχανος στο σπίτι του Oδυσσέας.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«εἴ κ᾿ ἐθέλοις μοι, ξεῖνε, παρήμενος ἐν μεγάροισι «Ξένε μου, αν ήθελες καθούμενος στην κάμαρα κοντά μου
590 τέρπειν, οὔ κέ μοι ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισι χυθείη. να μ᾿ αλαφρώνεις, δε θα σκέπαζε τα βλέφαρα μου ο γύπνος.
ἀλλ᾿ οὐ γάρ πως ἔστιν ἀύ̈πνους ἔμμεναι αἰεὶ Μα ανύπνωτοι οι θνητοί δε γίνεται να μένουν έτσι πάντα'
ἀνθρώπους: ἐπὶ γάρ τοι ἑκάστῳ μοῖραν ἔθηκαν έχει το κάθε τι την ώρα του᾿ τέτοιος μαθές ο νόμος
ἀθάνατοι θνητοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν. που όρισαν στους θνητούς οι αθάνατοι στη γη την καρποδότρα.
ἀλλ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα Είναι καιρός λογιάζω, ξένε μου, στο ανώι ν᾿ ανέβω απάνω
595 λέξομαι εἰς εὐνήν, ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται, και να πλαγιάσω στο κρεβάτι μου τα πολυστέναχτά μου,
αἰεὶ δάκρυσ᾿ ἐμοῖσι πεφυρμένη, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς το μουσκεμένο από τους θρήνους μου κι από την πρώτη μέρα
ᾤχετ᾿ ἐποψόμενος Κακοί̈λιον οὐκ ὀνομαστήν. στην Κακοτροία την αμελέτητη που κίνησε ο Oδυσσέας.
ἔνθα κε λεξαίμην: σὺ δὲ λέξεο τῷδ᾿ ἐνὶ οἴκῳ, Εκεί λέω να πλαγιάσω᾿ πλάγιασε και συ στο σπίτι μέσα
ἢ χαμάδις στορέσας ἤ τοι κατὰ δέμνια θέντων.» στρώνοντας χάμω, ξον αν ήθελες κρεβάτι να σου στήσουν.»
600 ὣς εἰποῦσ᾿ ἀνέβαιν᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα, Σαν είπε αυτά, ν᾿ ανέβει εκίνησε στα λιόφωτα τ᾿ ανώγια,
οὐκ οἴη, ἅμα τῇ γε καὶ ἀμφίπολοι κίον ἄλλαι. όχι μονάχη᾿ κι άλλες κίνησαν να παν μαζί της βάγιες.
ἐς δ᾿ ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ Κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
κλαῖεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη. της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκό στα μάτια γύπνο.