Page 251 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 251
250
125 εἵματα ἑσσάμενος: περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ: κι ως ντύθηκε, στον ώμο εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾿ αστραφτερά του πόδια'
εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέι: χαλκῷ: τρανό κοντάρι, καλοτρόχιστο παίρνει μετά και φεύγει,
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰών, πρὸς δ᾿ Εὐρύκλειαν ἔειπε: ζητώντας την Ευρύκλεια᾿ φτάνοντας της είπε απ᾿ το κατώφλι:
«μαῖα φίλη, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασθ᾿ ἐνὶ οἴκῳ «Τον ξένο αλήθεια τον γνοιαστήκατε, κυρούλα, μες στο σπίτι,
130 εὐνῇ καὶ σίτῳ, ἦ αὔτως κεῖται ἀκηδής; να φάει, να κοιμηθεί; για απόμεινε δώ μέσα ξεχασμένος;
τοιαύτη γὰρ ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα: Τέτοια είναι, ξέρω, πάντα η μάνα μου, κι <ς είναι μυαλωμένη'
ἐμπλήγδην ἕτερόν γε τίει μερόπων ἀνθρώπων απ᾿ τους ανθρώπους, όπως έτυχε, συχνά τιμάει τον ένα,
χείρονα, τὸν δέ τ᾿ ἀρείον᾿ ἀτιμήσασ᾿ ἀποπέμπει.» τον πιο κακό, και τον καλύτερο καταφρονεί και διώχνει.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια: Κι η Ευρύκλεια τότε του αποκρίθηκε᾿ και του 'πε, η μυαλωμένη:
135 «οὐκ ἄν μιν νῦν, τέκνον, ἀναίτιον αἰτιόῳο. «Στην άφταιγη μη θέλεις φταίξιμο να ρίξεις τώρα, γιε μου!
οἶνον μὲν γὰρ πῖνε καθήμενος, ὄφρ᾿ ἔθελ᾿ αὐτός, Κρασί καθόταν τούτος κι έπινε σαν που 'θελε η καρδιά του,
σίτου δ᾿ οὐκέτ᾿ ἔφη πεινήμεναι: εἴρετο γάρ μιν. μα για ψωμί καθώς τον ρώτησε, πως δεν πεινάει της είπε
ἀλλ᾿ ὅτε δὴ κοίτοιο καὶ ὕπνου μιμνήσκοιτο, κι απά στην ώρα που θα λόγιαζε να γείρει, να πλαγιάσει,
ἡ μὲν δέμνι᾿ ἄνωγεν ὑποστορέσαι δμῳῇσιν, εκείνη πρόσταξε τις δούλες της χλινάρι να τον στρώσουν
140 αὐτὰρ ὅ γ᾿, ὥς τις πάμπαν ὀϊζυρὸς καὶ ἄποτμος, μα αυτός, σαν που 'νιώθε κακότυχος και τρισερημιασμένος,
οὐκ ἔθελ᾿ ἐν λέκτροισι καὶ ἐν ῥήγεσσι καθεύδειν, σε κλίνη απάνω και σκεπάσματα δεν ήθελε να πέσεί'
ἀλλ᾿ ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ καὶ κώεσιν οἰῶν άργαστο πήρε βοϊδοτόμαρο κι αρνοπροβιές και πήγε
ἔδραθ᾿ ἐνὶ προδόμῳ: χλαῖναν δ᾿ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς.» να γείρει στην αυλή᾿ του ρίξαμε και μεις μια κάπα απάνω.»
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος το αρχονταρίκι αφήκε
145 ἔγχος ἔχων, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο. κρατώντας το κοντάρι᾿ πίσω του γοργοί δυο σκύλοι ακλούθουν
βῆ δ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορὴν μετ᾿ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς. και κίνησε να πάει στη μάζωξη, στους αντριανούς Αργίτες.
ἡ δ᾿ αὖτε δμῳῇσιν ἐκέκλετο δῖα γυναικῶν, Τις άλλες δούλες τότε πρόσταξε των γυναικών το θάμα,
Εὐρύκλει᾿, Ὦπος θυγάτηρ Πεισηνορίδαο: η Ευρύκλεια, που 'χε τον Πεισήνορα παππού, τον Ώπα κύρη:
«ἀγρεῖθ᾿, αἱ μὲν δῶμα κορήσατε ποιπνύσασαι, «Ομπρός, τα χέρια σας κουνάτε τα, την κάμαρα σαρώστε,
150 ῥάσσατέ τ᾿, ἔν τε θρόνοις εὐποιήτοισι τάπητας ραντίστε τη, τα καλοκάμωτα θρονιά σκεπάσετέ τα
βάλλετε πορφυρέους: αἱ δὲ σπόγγοισι τραπέζας με τα χαλιά τ᾿ αλικοπόρφυρα᾿ καί σεις με τα σφουγγάρια
πάσας ἀμφιμάσασθε, καθήρατε δὲ κρητῆρας σκουπίστε τα τραπέζια᾿ πλύσιμο και τα κροντήρια θέλουν
καὶ δέπα ἀμφικύπελλα τετυγμένα: ταὶ δὲ μεθ᾿ ὕδωρ κι οι κούπες οι όμορφες, οι δίγουβες᾿ κι άλλες στη βρύση σύρτε
ἔρχεσθε κρήνηνδε, καὶ οἴσετε θᾶσσον ἰοῦσαι. νερό να φέρετε, και γρήγορα με τα σταμνιά γυρνάτε.
155 οὐ γὰρ δὴν μνηστῆρες ἀπέσσονται μεγάροιο, Σε λίγο λέω θα ιδούμε να 'ρχουνται στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες-
ἀλλὰ μάλ᾿ ἦρι νέονται, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτή.» πουρνό πουρνό θα 'ρθούν, τι σήμερα γιορτή τρανή έχουν όλοι.
ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δ᾿ ἄρα τῆς μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ Είπε, κι αυτές, γρικώντας, πρόθυμα στη γνώμη της συγκλίναν
ἐπίθοντο. « είκοσι τρέξαν στη μαυρόνερη για να γεμίσουν βρύση,
αἱ μὲν ἐείκοσι βῆσαν ἐπὶ κρήνην μελάνυδρον, κι οι άλλες πιδέξια πήραν δούλευαν εκεί στο σπίτι μέσα.
αἱ δ᾿ αὐτοῦ κατὰ δώματ᾿ ἐπισταμένως πονέοντο.
160 ἐς δ᾿ ἦλθον δρηστῆρες Ἀχαιῶν. οἱ μὲν ἔπειτα Ήρθαν μετά και τα παιδόπουλα των Αχαιών, και ξύλα
εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν ξύλα, ταὶ δὲ γυναῖκες με μαστοριά να σκίζουν Έπιασαν, γυρίζαν κι οι γυναίκες
ἦλθον ἀπὸ κρήνης: ἐπὶ δέ σφισιν ἦλθε συβώτης από τη βρύση᾿ και κατόπι τους με τρεις θρεμμένους χοίρους
τρεῖς σιάλους κατάγων, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι. o θείος χοιροβοσκός κατέβηκε, τους πιο καλύτερους του,
καὶ τοὺς μέν ῥ᾿ εἴασε καθ᾿ ἕρκεα καλὰ νέμεσθαι, και στον αυλόγυρο τον όμορφο τους άφησε να βόσκουν
165 αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσηύδα μειλιχίοισι: μετά γυρνώντας γλυκομίλησε στον Οδυσσέα και του 'πε:
«ξεῖν᾿, ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν, «Οι Αργίτες, ξένε, τώρα πιότερο σε γνοιάζουνται; για πες μου!
ἦέ σ᾿ ἀτιμάζουσι κατὰ μέγαρ᾿, ὡς τὸ πάρος περ;» για, όπως και πρώτα, καταφρόνεση σου δείχνουν στο παλάτι;»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολυμήτις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας: