Page 249 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 249

248




               40   μοῦνος ἐών: οἱ δ᾿ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔασι.   ένας εγώ, κι αυτοί στο σπίτι μου παν όλοι μαζεμένοι;
                    πρὸς δ᾿ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζω:   Μιαν έγνοια ακόμα μεγαλύτερη το νου μου βασανίζει'
                    εἴ περ γὰρ κτείναιμι Διός τε σέθεν τε ἕκητι,   αν συ κι ο Δίας με διαφεντέψετε και θάνατο τους δώσω,
                    πῆ κεν ὑπεκπροφύγοιμι; τά σε φράζεσθαι ἄνωγα.»    καταφυγή που θα 'βρω; Θα 'θελα να το καλολογιάσεις.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:

               45                                          «Άμυαλε εσύ, κι ενού αχαμνότερου τη γνώμη ακούμε φίλου,
                    «σχέτλιε, καὶ μέν τίς τε χερείονι πείθεθ᾿ ἑταίρῳ,
                                                           που 'ναι θνητός και μες στα φρένα του λειψοί είναι οι στοχασμοί
                    ὅς περ θνητός τ᾿ ἐστὶ καὶ οὐ τόσα μήδεα οἶδεν:
                    αὐτὰρ ἐγὼ θεός εἰμι, διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω   του᾿
                                                           κι εγώ είμαι αθάνατη και στέκουμαι στο πλάι σου νύχτα μέρα
                    ἐν πάντεσσι πόνοις. ἐρέω δέ τοι ἐξαναφανδόν:   σε κάθε αγώνα σου! Μα ξάστερα θα σου μιλήσω τώρα:
                    εἴ περ πεντήκοντα λόχοι μερόπων ἀνθρώπων
                                                           Πενήντα ακόμα κι αν μας έζωναν θνητών ανθρώπων φάρες

               50   νῶϊ περισταῖεν, κτεῖναι μεμαῶτες Ἄρηϊ,   κι άνοιγαν πόλεμο, και θάνατο πάσκιζαν να μας δώσουν,
                    καί κεν τῶν ἐλάσαιο βόας καὶ ἴφια μῆλα.   μια φορά εσύ τα βόδια θ᾿ άρπαζες και τα παχιά τ᾿ αρνιά τους!
                    ἀλλ᾿ ἑλέτω σε καὶ ὕπνος: ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν   Όμως κοιμήσου τώρα, ανύπνωτος ολονυχτίς βαρύ είναι
                    πάννυχον ἐγρήσσοντα, κακῶν δ᾿ ὑποδύσεαι ἤδη.»   κανένας να κρατιέται. Γρήγορα θα βγεις απ᾿ τα δεινά σου.»
                    ὣς φάτο, καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν,   Είπε, και μόλις ύπνο του 'χυσε στα βλέφαρα, κινούσε

               55   αὐτὴ δ᾿ ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἀφίκετο δῖα θεάων.   η αρχόντισσα θεά, στον Όλυμπο για να διαγείρη πίσω.
                    εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ,   Κι ο γύπνος, τους αρμούς του λύνοντας, τον πήρε παίρνοντας του
                    λυσιμελής, ἄλοχος δ᾿ ἄρ᾿ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα:   κι όλες τις έγνοιες. Μα η γυναίκα του πεταχτή η μυαλωμένη
                    κλαῖε δ᾿ ἄρ᾿ ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.   την ίδιαν ώρα, και καθούμενη στο μαλακό κρεβάτι
                    αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίουσα κορέσσατο ὃν κατὰ θυμόν,   θρηνούσε᾿ τέλος, αφού χόρτασε θρηνώντας η καρδιά της,

               60   Ἀρτέμιδι πρώτιστον ἐπεύξατο δῖα γυναικῶν:   των γυναικών το θάμα ευχήθηκε στην Άρτεμη πιο πρώτα:
                    «Ἄρτεμι, πότνα θεά, θύγατερ Διός, αἴθε μοι ἤδη   «Άρτεμη εσύ, θεά τρισέβαστη, κόρη του Δία, σαγίτα
                    ἰὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλοῦσ᾿ ἐκ θυμὸν ἕλοιο   να 'ταν πια να 'ριχνες στα στήθη μου, να πάρεις τη ζωή μου
                    αὐτίκα νῦν, ἢ ἔπειτα μ᾿ ἀναρπάξασα θύελλα   τούτη την ώρα! Για και δρόλαπας να 'ρχόταν να με ασκώσει
                    οἴχοιτο προφέρουσα κατ᾿ ἠερόεντα κέλευθα,   και να με πάρει, κι από ανήλιαγες οδεύοντας με στράτες
               65   ν προχοῇς δὲ βάλοι ἀψορρόου Ὠκεανοῖο.   στου Ωκεανού του κυκλορέματου να μ᾿ έριχνε το στόμα!
                    ὡς δ᾿ ὅτε Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο θύελλαι:   Πως του Πανδάρεου πήρε ο δρόλαπας μαθές᾿ τις θυγατέρες,
                    τῇσι τοκῆας μὲν φθῖσαν θεοί, αἱ δ᾿ ἐλίποντο   που τους γονιούς τους ως οι αθάνατοι σκότωσαν, απομείναν
                    ὀρφαναὶ ἐν μεγάροισι, κόμισσε δὲ δῖ᾿ Ἀφροδίτη   μέσα στο σπίτι τους πεντάρφανες᾿ πήρε η θεά Αφροδίτη
                    τυρῷ καὶ μέλιτι γλυκερῷ καὶ ἡδέϊ οἴνῳ:   με το τυρί και με τ᾿ ολόγλυκο κρασί και με το μελί
               70   Ἥρη δ᾿ αὐτῇσιν περὶ πασέων δῶκε γυναικῶν   και τις μεγάλωσε᾿ τους χάρισε κι η Ήρα ομορφιά και γνώση
                    εἶδος καὶ πινυτήν, μῆκος δ᾿ ἔπορ᾿ Ἄρτεμις ἁγνή,   πιο απ᾿ όλες τις θνητές, κι η Αρτέμιδα κορμί κυπαρισσένιο,
                    ἔργα δ᾿ Ἀθηναίη δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι.   και ξακουστά υφαντά τους έμαθε στον αργαλιό η Παλλάδα.
                    εὖτ᾿ Ἀφροδίτη δῖα προσέστιχε μακρὸν Ὄλυμπον,   Μα ως η Αφροδίτη η θεία στον Όλυμπο τον τρίψηλο γυρνούσε,
                    κούρῃς αἰτήσουσα τέλος θαλεροῖο γάμοιο--   για να γυρέψει πια το γάμο τους, μια κι είχαν ξεπετάξει,

               75   ἐς Δία τερπικέραυνον, ὁ γάρ τ᾿ εὖ οἶδεν ἅπαντα,   από το Δία τον κεραυνόχαρο — τι αυτός πάντα ξέρει
                    μοῖράν τ᾿ ἀμμορίην τε καταθνητῶν ἀνθρώπων--   τι γράφει η μοίρα στων καθένα μας θνητό και τι δε γράφει —
                    τόφρα δὲ τὰς κούρας ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο   την ώρα αυτή τις κόρες άρπαξαν οι Ανεμικές, και πήγαν
                    καί ῥ᾿ ἔδοσαν στυγερῇσιν ἐρινύσιν ἀμφιπολεύειν:   και τις παράδωκαν στις άσπλαχνες τις Ερινύες, εκείνες
                    ὣς ἔμ᾿ ἀϊστώσειαν Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχοντες,   να τις γνοιάζονται πια. Ν᾿ αφάνιζαν όμοια οι θεοί και μένα

               80   ἠέ μ᾿ ἐϋπλόκαμος βάλοι Ἄρτεμις, ὄφρ᾿ Ὀδυσῆα   που ζουν στον Όλυμπο! Της Άρτεμης να μ᾿ έβρισκε η σαγίτα,
                    ὀσσομένη καὶ γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην,   στην Κάτω Γης να πάω, τη θύμηση κρατώντας του Όδυσσέα,
                    μηδέ τι χείρονος ἀνδρὸς ἐϋφραίνοιμι νόημα.   και κάποιου την καρδιά αχαμνότερου να μη χρειαστεί να φράνω!
                    ἀλλὰ τὸ μὲν καὶ ἀνεκτὸν ἔχει κακόν, ὁππότε κέν τις   Και τόσες πίκρες όμως δύνεται κανείς να τις βαστάξει,
   244   245   246   247   248   249   250   251   252   253   254