Page 244 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 244
243
δῆσαν ἐπισταμένως, ἐπαοιδῇ δ᾿ αἷμα κελαινὸν πεδέξια του τη δέσαν, κι έπειτα με ξόρκι σταμάτησαν
ἔσχεθον, αἶψα δ᾿ ἵκοντο φίλου πρὸς δώματα πατρός. τα μαύρο γαίμα, πριν στου κύρη τους διαγείρουν το παλάτι.
τὸν μὲν ἄρ᾿ Αὐτόλυκός τε καὶ υἱέες Αὐτολύκοιο Κι ο Αυτόλυκος μετά τον κοίταξε μαζί, με τους υγιούς του
460 εὖ ἰησάμενοι ἠδ᾿ ἀγλαὰ δῶρα πορόντες καλά να γιάνει, και περίλαμπρα του δώσαν δώρα, κι έτσι
καρπαλίμως χαίροντα φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔπεμπον γοργά χαρούμενοι χαρούμενο τον στέλναν στην Ιθάκη.
εἰς Ἰθάκην. τῷ μέν ῥα πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ Κει πέρα ο κύρης του κι η μάνα του χάρηκαν που τον είδαν,
χαῖρον νοστήσαντι καὶ ἐξερέεινον ἕκαστα, ωστόσο το σημάδι βλέποντας καταλεπτώς ρωτούσαν
οὐλὴν ὅττι πάθοι: ὁ δ᾿ ἄρα σφίσιν εὖ κατέλεξεν τι του 'γινε᾿ κι αυτός ιστόρησε με τη σειρά τα πάντα,
465 ὥς μιν θηρεύοντ᾿ ἔλασεν σῦς λευκῷ ὀδόντι, πως για κυνήγι με του Αυτόλυκου τους γιους ανέβη απάνω
Παρνησόνδ᾿ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο. στον Παρνασό κι εκεί τον λάβωσε με τ᾿ άσπρο δόντι ο κάπρος.
τὴν γρηὺ̈ς χείρεσσι καταπρηνέσσι λαβοῦσα Τώρα τα χέρια της γερόντισσας του άγγιξαν το σημάδι,
γνῶ ῥ᾿ ἐπιμασσαμένη, πόδα δὲ προέηκε φέρεσθαι: κι ως ψαχουλεύοντας το γνώρισε, του αμόλησε το πόδι'
ἐν δὲ λέβητι πέσε κνήμη, κανάχησε δὲ χαλκός, κι η γάμπα τρύπησε το χάλκινο λεβέτι, που απ᾿ την άλλη
470 ἂψ δ᾿ ἑτέρωσ᾿ ἐκλίθη: τὸ δ᾿ ἐπὶ χθονὸς ἐξέχυθ᾿ ὕδωρ. βροντώντας έγειρε και χύθηκαν στο χώμα τα νερά του.
τὴν δ᾿ ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, τὼ δέ οἱ ὄσσε Χαρά και πόνος της ξεχείλισαν τα φρένα, της επιάστη
δακρυόφι πλῆσθεν, θαλερὴ δέ οἱ ἔσχετο φωνή. η φωνή η γάργαρη, πλημμύρισαν τα δυο της μάτια δάκρυα,
ἁψαμένη δὲ γενείου Ὀδυσσῆα προσέειπεν: και το πιγούνι του ακραγγίζοντας στον Οδυσσέα μιλούσε:
«ἦ μάλ᾿ Ὀδυσσεύς ἐσσι, φίλον τέκος: οὐδέ σ᾿ ἐγώ γε «Αχ, ο Oδυσσέας εσύ 'σαι, γιόκα μου! Πιό πριν δε σ᾿ είχα νιώσει,
475 πρὶν ἔγνων, πρὶν πάντα ἄνακτ᾿ ἐμὸν ἀμφαφάασθαι.» κι έπρεπε ολάκερο το ρήγα μου να ψαχουλέψω πρώτα!»
ἦ καὶ Πηνελόπειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι, Μιλώντας γύρισε τα μάτια της κατά την Πηνελόπη,
πεφραδέειν ἐθέλουσα φίλον πόσιν ἔνδον ἐόντα. για να της γνέψει για τον άντρα της, πως βρίσκεται στο σπίτι'
ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἀθρῆσαι δύνατ᾿ ἀντίη οὔτε νοῆσαι: μα αυτή μπροστά να δει δε δονούνταν κι ουδέ να νιώσει, τι είχε
τῇ γὰρ Ἀθηναίη νόον ἔτραπεν: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς στρέψει η Παλλάδα σε άλλα πράματα το νου της᾿ κι ο Oδυσσέας
480 χεῖρ᾿ ἐπιμασσάμενος φάρυγος λάβε δεξιτερῆφι, τη γριά με το δεξιό του ψάχνοντας απ᾿ το λαρύγγι πιάνει,
τῇ δ᾿ ἑτέρῃ ἕθεν ἆσσον ἐρύσσατο φώνησέν τε. με τ᾿ άλλο πάνω του την τράβηξε, κοντά του να 'ρθει, κι είπε:
«μαῖα, τίη μ᾿ ἐθέλεις ὀλέσαι; σὺ δέ μ᾿ ἔτρεφες αὐτὴ «Κυρούλα, το χαμό μου θέλησες; Δε μ᾿ έχεις θρέψει ατή σου
τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ: νῦν δ᾿ ἄλγεα πολλὰ μογήσας σ᾿ αυτό το στήθος; Τώρα διάγειρα στα είκοσι χρόνια απάνω
ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. μετά από χίλια μύρια βάσανα στη γη την πατρική μου.
485 ἀλλ᾿ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, Μα αφού με γνώρισες και το 'βαλε θεός στο νου σου, κράτα
σίγα, μή τίς τ᾿ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισι πύθηται. κλειστό το στόμα σου, στο σπίτι μας κανείς να μην το μάθει.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται: Αλλιώς θα πω ένα λόγο κι άκου τον, τι σίγουρα θα γένει:
εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς, Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός μου δώσει ν᾿ αφανίσω,
οὐδὲ τροφοῦ οὔσης σεῦ ἀφέξομαι, ὁππότ᾿ ἂν ἄλλας δε θα γλιτώσεις, κι ας με βύζαξες, από το χέρι ετούτο,
490 δμῳὰς ἐν μεγάροισιν ἐμοῖς κτείνωμι γυναῖκας.» σα θα σκοτώνω στο παλάτι μου τις άλλες μου τις δούλες.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Εὐρύκλεια: Κι η Ευρύκλεια τότε του αποκρίθηκε και του 'πε, η μυαλωμένη:
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων. «Ποιος λόγος, γιόκα μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη;
οἶσθα μὲν οἷον ἐμὸν μένος ἔμπεδον οὐδ᾿ ἐπιεικτόν, Κατέχεις πόσο αμετασάλευτη κι αλύγιστη η ψυχή μου'
ἕξω δ᾿ ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος ἠὲ σίδηρος. θα κρατηθώ καθώς το σίδερο, καθώς ο στέριος βράχος.
495 ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν: Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βαλ᾿ το:
εἴ χ᾿ ὑπό σοι γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς, Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός σου δώκει ν᾿ αφανίσεις,
δὴ τότε τοι καταλέξω ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας, θα σου μιλήσω για τις δούλες σου μια μια μες στο παλάτι,
αἵ τέ σ᾿ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι.» ποιες απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες σε ξεψηφούνε.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
500 «μαῖα, τίη δὲ σὺ τὰς μυθήσεαι; οὐδέ τί σε χρή. «Τι θα μου πεις εσύ, κυρούλα μου; Δεν είναι αυτό δουλειά σου!