Page 239 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 239

238




                    «ὣς φάτο, τῇ δ᾿ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο,   ξεχώριζε ο Oδυσσέας, τι ταίριαζε με τη δικιά του γνώμη.»
                                                            Είπε, κι ακόμα πιο της ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,

               250  σήματ᾿ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾿ Ὀδυσσεύς.   τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα.
                    ἡ δ᾿ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο.   Κι όντας εκείνη πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο,
                    καὶ τότε μιν μύθοισιν ἀμειβομένη προσέειπε:   γυρνώντας τέτοια του αποκρίθηκε, του μίλησε και του 'πε:
                    «νῦν μὲν δή μοι, ξεῖνε, πάρος περ ἐὼν ἐλεεινός,   «Απ᾿ την αρχή κι αν σε συμπόνεσα, μα τώρα πια θα σου 'χω
                    ἐν μεγάροισιν ἐμοῖσι φίλος τ᾿ ἔσῃ αἰδοῖός τε:   τιμή κι αγάπη πάντα, ξένε μου, στο αρχοντικό μου μέσα.

               255  αὐτὴ γὰρ τάδε εἵματ᾿ ἐγὼ πόρον, οἷ᾿ ἀγορεύεις,   Τα ρούχα που 'πες του τα δίπλωσα, πριν του τα δώσω; ατή μου
                    πτύξασ᾿ ἐκ θαλάμου, περόνην τ᾿ ἐπέθηκα φαεινὴν   στην κάμαρα μας, και τους κάρφωσα το κλειδωτήρι απάνω
                    κείνῳ ἄγαλμ᾿ ἔμεναι: τὸν δ᾿ οὐχ ὑποδέξομαι αὖτις   το στραφτερό, για να το χαίρεται. Δε θα τον δώ να γέρνει
                    οἴκαδε νοστήσαντα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.   ωστόσο εκείνον στο παλάτι του, στη γη την πατρική του!
                    τῷ ῥα κακῇ αἴσῃ κοίλης ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς   Άραχλη μοίρα λέω τον έσπρωξε τον Οδυσσέα να φύγει

               260  ᾤχετ᾿ ἐποψόμενος Κακοί̈λιον οὐκ ὀνομαστήν.»   στην Κακοτροία την αμελέτητη στο βαθουλό καράβι!»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                               «Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
                    «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,     πια μη χαλνάς τ᾿ ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις την καρδιά
                    μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο, μηδέ τι θυμὸν   σου!
                    τῆκε, πόσιν γοόωσα. νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν:   Αλήθεια, δεν παραξενεύουμαι που κλαις για κείνον τόσο'

               265  καὶ γάρ τίς τ᾿ ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ᾿ ὀλέσασα   τι κι άλλες που 'χασαν τους άντρες τους κι είχαν παιδιά γεννήσει
                    κουρίδιον, τῷ τέκνα τέκῃ φιλότητι μιγεῖσα,   πλαγιάζοντας μαζί τους, δάρθηκαν, κι ας μη θύμιζαν διόλου
                    ἢ Ὀδυσῆ᾿, ὅν φασι θεοῖς ἐναλίγκιον εἶναι.   τον Οδυσσέα, που, ως λεν, συνόμοιαζε με τους θεούς περίσσια.
                    ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον:   Όμως παράτα πια τα κλάματα, τα λόγια μου ν᾿ ακούσεις.
                    νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾿ ἐπικεύσω   Θα σου μιλήσω αλήθεια, τίποτα δε θέλω να σου κρύψω:

               270  ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα   Πολύς καιρός δεν είναι που άκουσα πως γύρισε ο Oδυσσέας
                    ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,   και βρίσκεται κοντά, στων Θεσπρωτών τη μυριοπλούσια χώρα,
                    ζωοῦ: αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ   και ζει, και κουβαλά αξετίμητα πολλά μαζί του πλούτη,
                    αἰτίζων ἀνὰ δῆμον. ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους   γύρα απ᾿ τον κόσμο που τα σύναξε᾿ μα τους πιστούς συντρόφους
                    ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,   και το καράβι του — όλα τα 'χασε στο πέλαο το κρασάτο

               275                                          απ᾿ το νησί του Γήλιου φεύγοντας᾿ ο Δίας μαζί του οργίστη
                    Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών: ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ   κι ο Γήλιος, μου 'λεγαν, που του 'σφαξαν τα βόδια οι σύντροφοί
                    Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος: τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.   του.
                    ἡοἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ:
                                                            Στην πολυκυματούσα θάλασσα χάθηκαν όλοι εκείνοι,
                    τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾿ ἐπὶ χέρσου,
                                                            κι αυτόν τα κύματα τον πέταξαν, πιασμένο απ᾿ την καρένα,
                    Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
                                                            στων Φαίακων το νησί, που η φύτρα τους με των θεών λογιέται.
               280  οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο   Εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τον τίμησαν, και πλήθια
                    καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ   του δωκαν δώρα κι αποφάσισαν ατοί τους να τον στείλουν
                    οἴκαδ᾿ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾿ Ὀδυσσεὺς   στον τόπο του άβλαβο᾿ και σίγουρα θα 'χε ο Οδυσσέας διαγείρει
                    ἤην: ἀλλ᾿ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,   από καιρό, μα συφερότερο στοχάστηκε στο νου του,
                    χρήματ᾿ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι:   σε πλήθος χώρες τριγυρίζοντας να μάσει πρώτα πλούτη'

               285  ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων   τι απ᾿ όλους τους ανθρώπους πιότερο πως να κερδίζει ξέρει, ᾿
                    οἶδ᾿ Ὀδυσεύς, οὐδ᾿ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.   κι ούτε θνητός κανένας βρίσκεται να μετρηθεί μαζί του.
                    ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων:   Εμένα αυτά μου τα 'πε ο Φείδωνας, των Θεσπρωτών ο ρήγας.
                    ὤμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾿ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,   Στον ίδιο εμένα ορκίστη, ως έκανε σπονδή στο αρχοντικό του,
                    νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,   πως είχαν ρίξει κιόλας τ᾿ άρμενο στο κύμα, κι οι σύντροφοι
   234   235   236   237   238   239   240   241   242   243   244