Page 240 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 240
239
290 οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν. πρόσμεναν έτοιμοι, στον τόπο του τον Οδυσσέα να πάνε.
ἀλλ᾿ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε: τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς Εμένα μ᾿ έστειλε πρωτύτερα, τι βρέθηκε καράβι
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον. θεσπρωτικό για το πολύσταρο Δουλίχι να σαλπάρει.
καί μοι κτήματ᾿ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾿ Ὀδυσσεύς: Ως και τα πλούτη ακόμα μου 'δειξε που 'χε ο Oδυσσέας συνάξει'
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾿ ἔτι βόσκοι, γενιές ακέριες δέκα θα 'φταναν να θρέψουν όλα ετούτα᾿
295 ὅσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος. τόσο μεγάλο βιος τον πρόσμενε στου ρήγα το παλάτι.
τὸν δ᾿ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο Προσώρας στη Δωδώνη, μου 'λεγε, βρισκόταν, για να πάρει
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι, βουλή απ᾿ το Δία, το δρυ του ακούγοντας τον ψηλοφουντωμένο,
ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν μετά από τόσα χρόνια που 'λειπε, το πως θα γύρναε πίσω,
ἤδη δὴν ἀπεών, ἤ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν. κρυφά για φανερά, στα χώματα της γης της πατρικής του.
300 Έχει λοιπόν γλιτώσει, κι έρχεται, κι όπου και να 'ναι φτάνει,
«ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη και βρίσκεται κοντά, κι ο τόπος του κι όλοι οι δικοί του άνθρωποι
ἄγχι μάλ᾿, οὐδ᾿ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης πια θα τον δουν σε λίγο να 'ρχεται — κι όρκο από πάνω παίρνω:
δηρὸν ἀπεσσεῖται: ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω. Μάρτυς μου ο Δίας, απ᾿ τους αθάνατους ο πιο τρανός κι ο
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος, κάλλιος,
ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω:
και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτη εμέ τον ξένο,
305 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω. πως όσα σου ιστορώ απαράλλαχτα θα βγουν μιαν άκρη ως άλλη.
τοῦδ᾿ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿ Ὀδυσσεύς, Δε θα γυρίσει χρόνος και θα δεις τον Οδυσσέα να φτάνει,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾿ ἱσταμένοιο.» σ᾿ αυτού του φεγγαριού τη λίγωση, στην πιάση του καινούργιου.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη: «Αμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη!
310 τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι. δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.
ἀλλά μοι ὧδ᾿ ἀνὰ θυμὸν ὀί̈εται, ὡς ἔσεταί περ: Ομως εγώ ψυχανεμίζουμαι τα μέλλουνται να γενούν:
οὔτ᾿ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται, οὔτε σὺ πομπῆς Μήτε ο Oδυσσέας θα στρέψει σπίτι του μήτε και συ κανέναν
τεύξῃ, ἐπεὶ οὐ τοῖοι σημάντορές εἰσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ για συνεβγάλτη θα 'βρεις, τι έλειψαν πια απ'το παλάτι οι αφέντες,
315 οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μετ᾿ ἀνδράσιν, εἴ ποτ᾿ ἔην γε, σαν που ήταν ο Oδυσσέας — αν έζησε μαθές κι αυτός ποτέ του!
ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι. να συνεβγάζει για να δέχεται τους τιμημένους ξένους.
ὣἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, κάτθετε δ᾿ εὐνήν, Μα ελάτε τώρα, βάγιες, πλύντε τον και στρώστε του κλινάρι,
δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα, στρώματα βάλτε, βάλτε λιόφωτα σεντόνια και φλοκάτες,
ὥς κ᾿ εὖ θαλπιόων χρυσόθρονον Ἠῶ ἵκηται. που να τον έβρει η Αυγή η χρυσόθρονη στα ρούχα ζεσταμένο.
320 ἠῶθεν δὲ μάλ᾿ ἦρι λοέσσαι τε χρῖσαί τε, Και την αυγή, ως χαράξει, λούστε τον κι αλείφτε τον με μύρο,
ὥς κ᾿ ἔνδον παρὰ Τηλεμάχῳ δείπνοιο μέδηται κι έπειτα δίπλα στον Τηλέμαχο να κάτσει στο τραπέζι,
ἥμενος ἐν μεγάρῳ: τῷ δ᾿ ἄλγιον ὅς κεν ἐκείνων στο αρχονταρίκι εντός᾿ κι αλίμονο κανένας από κείνους
τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος: οὐδέ τι ἔργον αν τον πειράξει μελετώντας του κακό᾿ στο σπίτι τούτο
ἐνθάδ᾿ ἔτι πρήξει, μάλα περ κεχολωμένος αἰνῶς. πια δε θα καταφέρει τίποτα, κι ας βράζει απ᾿ το θυμό του!
325 πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι εἴ τι γυναικῶν Ξένε, και πως θα καταλάβαινες, αν μέσα στις γυναίκες
ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν, τις άλλες έχω αλήθεια ξέχωρα και νου και φρονιμάδα,
εἴ κεν ἀϋσταλέος, κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισιν αν έτσι σε άφηνα στο σπίτι μου να τρως κακοντυμένος,
δαινύῃ; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν. λερός κι αφρόντιστος; Στον άνθρωπο γοργά η ζωή διαβαίνει'
ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ, κανείς αν είναι ατός του ανέσπλαχνος κι ανέσπλαχνη έχει γνώμη,
330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε᾿ ὀπίσσω τον καταριέται ο κόσμος, πίσω του πολλά να βρει τυράννια,
ζωῷ, ἀτὰρ τεθνεῶτί γ᾿ ἐφεψιόωνται ἅπαντες: όσο 'ναι στη ζωή, κι ως πέθανε, κακά του σέρνει λόγια.
ὃς δ᾿ ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ, Ομως γι᾿ αυτόν που ατός του είναι άψεγος κι έχει άψεγη τη
τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ δία ξεῖνοι φορέουσι γνώμη,