Page 250 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 250
249
ἤματα μὲν κλαίῃ, πυκινῶς ἀκαχήμενος ἦτορ, αν κλαίει τη μέρα μόνο αλάγιαστα με πικραμένα στήθη,
85 νύκτας δ᾿ ὕπνος ἔχῃσιν--ὁ γάρ τ᾿ ἐπέλησεν φτάνει τις νύχτες να τον χαίρεται τον ύπνο: σαν του κλείσει
ἁπάντων, τούτος τα βλέφαρα, τα ξέχασε καλά, κακά — τα πάντα!
ἐσθλῶν ἠδὲ κακῶν, ἐπεὶ ἄρ βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψῃ-- Μα εμένα ακόμα και τα ονείρατα ζαβά ο θεός τα στέλνει'
αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ᾿ ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων. κάποιος απόψε πάλε δίπλα μου που του 'μοιαζε κοιμόταν,
τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν εἴκελος αὐτῷ, τέτοιος, ως ήταν σύντας μίσευε με το στρατό, και μένα
τοῖος ἐὼν οἷος ᾖεν ἅμα στρατῷ: αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
90 χαῖρ᾿, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ὄναρ ἔμμεναι, ἀλλ᾿ ὕπαρ χαιρόταν η καρδιά, τι τ᾿ όνειρο γι᾿ αλήθεια το θαρρούσα!»
ἤδη.» Έτσι μιλούσε, κι η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή σε λίγο.
ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς. Κι ως έκλαιγε, η φωνή της έφτασε, στου αρχοντικού Οδυσσέα
τῆς δ᾿ ἄρα κλαιούσης ὄπα σύνθετο δῖος Ὀδυσσεύς: τ᾿ αφτιά, κι ο νους του πήρε δούλευε, θαρρώντας πως εκείνη
μερμήριζε δ᾿ ἔπειτα, δόκησε δέ οἱ κατὰ θυμὸν τον είχε πια γνωρίσει κι έστεκε στην κεφαλή του απάνω.
ἤδη γιγνώσκουσα παρεστάμεναι κεφαλῆφι.
95 χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα, τοῖσιν ἐνεῦδεν, Την κάπα, όπου 'γειρε, διπλώνοντας και τις προβιές, τα ρίχνει
ἐς μέγαρον κατέθηκεν ἐπὶ θρόνου, ἐκ δὲ βοείην στο αρχονταρίκι σ᾿ ένα κάθισμα, κι όξω απ᾿ την πόρτα βγάζει
θῆκε θύραζε φέρων, Διὶ δ᾿ εὔξατο χεῖρας ἀνασχών: το βοΐδοτόμαρο, κι απλώνοντας τα χέρια ευκήθη κι είπε:
«Ζεῦ πάτερ, εἴ μ᾿ ἐθέλοντες ἐπὶ τραφερήν τε καὶ «Πατέρα Δία, μετά από βάσανα πολλά στεριάς πελάγου
ὑγρὴν αν ήρθα με δικό σας θέλημα στη γη μου, ας πει ένα λόγο
ἤγετ᾿ ἐμὴν ἐς γαῖαν, ἐπεί μ᾿ ἐκακώσατε λίην,
100 φήμην τίς μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων κάποιος απ᾿ όσους τώρα ξύπνησαν σημαδιακό από μέσα᾿
ἔνδοθεν, ἔκτοσθεν δὲ Διὸς τέρας ἄλλο φανήτω.» μα άπόξω ένα άλλο ακόμα θα 'θελα να δω του Δία σημάδι!»
ὣς ἔφατ᾿ εὐχόμενος: τοῦ δ᾿ ἔκλυε μητίετα Ζεύς, Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που εύκήθη,
αὐτίκα δ᾿ ἐβρόντησεν ἀπ᾿ αἰγλήεντος Ὀλύμπου, κι άπο το διάφωτο τον Όλυμπο του βρόντησε ίδιαν ώρα
ὑψόθεν ἐκ νεφέων: γήθησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς. ψηλά απ᾿ τα νέφη, κι ο αρχοντόγεννος το χάρηκε Όδυσσέας.
105 φήμην δ᾿ ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρὶς Φωνή κι από το σπίτι ακούστηκε μαζί — μιανής αλέστρας
πλησίον, ἔνθ᾿ ἄρα οἱ μύλαι ἥατο ποιμένι λαῶν, κοντά, κει που ήταν οι χερόμυλοι του βασιλιά στημένοι.
τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες Γυναίκες δώδεκα τους δούλευαν κι άλέθανε κριθάρι
ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν. και στάρι, να γενούν στα κόκαλα μεδούλι των ανθρώπων.
αἱ μὲν ἄρ᾿ ἄλλαι εὗδον, ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Οι άλλες γυναίκες πια κοιμόντουσαν, μια κι είχαν άπαλέσει'
110 ἡ δὲ μί᾿ οὔπω παύετ᾿, ἀφαυροτάτη δ᾿ ἐτέτυκτο: και μια μονάχα ακόμα δούλευε, το η πιο αχαμνή ήταν σκλάβα.
ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι: Ξάφνου σταμάτησε και μίλησε, σημάδι για το ρήγα:
«Ζεῦ πάτερ, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀνάσσεις, «Πατέρα Δία, πού τους αθάνατους και τους θνητούς ορίζεις,
ἦ μεγάλ᾿ ἐβρόντησας ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἀστερόεντος, απ᾿ τ᾿ αστεράτα ουράνια βρόντηξες βαριά, και γύρα ουτ᾿ ένα
οὐδέ ποθι νέφος ἐστί: τέρας νύ τεῳ τόδε φαίνεις. σύγνεφο βλέπω᾿ κάποιου θα᾿ δωκες σημάδι δίχως άλλο.
115 κρῆνον νῦν καὶ ἐμοὶ δειλῇ ἔπος, ὅττι κεν εἴπω: Τώρα και μένα της βαριόμοιρης για τέλεψε το λόγο:
μνηστῆρες πύματόν τε καὶ ὕστατον ἤματι τῷδε Πια για στερνή φορά κι δλόστερνη τη μέρα αυτή οι μνηστήρες
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος ἑλοίατο δαῖτ᾿ ἐρατεινήν, τραπέζι να χαρούν, καθούμενοι στο σπίτι του Οδυσσέα!
οἳ δή μοι καμάτῳ θυμαλγέι: γούνατ᾿ ἔλυσαν Αυτοί που μου 'κοψαν τα γόνατα, βαριά ζεμένη ως μ᾿ έχουν
ἄλφιτα τευχούσῃ: νῦν ὕστατα δειπνήσειαν.» να τους αλέθω αλεύρι, δώσε τους στερνή φορά να φάνε!»
120 ὣς ἄρ᾿ ἔφη, χαῖρεν δὲ κλεηδόνι δῖος Ὀδυσσεὺς Αυτά είπε, κι ο Οδυσσέας εχάρηκε το λόγο της ν᾿ ακούσει
Ζηνός τε βροντῇ: φάτο γὰρ τίσασθαι ἀλείτας. και τη βροντή του Δία᾿ πια λόγιαζε να γδικιωθεί τους φταίχτες.
αἱ δ᾿ ἄλλαι δμῳαὶ κατὰ δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος Μες στου Οδυσσέα το σπίτι τ᾿ όμορφο μαζεύουνταν οι δούλες
ἀγρόμεναι ἀνέκαιον ἐπ᾿ ἐσχάρῃ ἀκάματον πῦρ. οι άλλες την ώρα τούτη, αδάμαστη φωτιά στη στιά ν᾿ ανάψουν.
Τηλέμαχος δ᾿ εὐνῆθεν ἀνίστατο, ἰσόθεος φώς, Κι ο ισόθεος άντρας, ο Τηλέμαχος, πετάχτη από το στρώμα,