Page 254 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 254

253




                    σῖτον δέ σφ᾿ ἐπένειμε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,   μες στα κροντήρια, κι ο Εύμαιος μοίραζε τις κούπες σ'έναν έναν
                                                           ψωμί ο Φιλοίτιος τους διαμοίρασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος,

               255  καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἐῳνοχόει δὲ Μελανθεύς.   μες σε όμορφα πανέρια᾿ το κρασί το κέρνα ο Μελανθέας.
                    οἱ δ᾿ ἐπ᾿ ὀνείαθ᾿ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.   Κι αυτοί στα ετοιμασμένα αντίκρυ τους φαγιά τα χέρια άπλωσαν.
                    Τηλέμαχος δ᾿ Ὀδυσῆα καθίδρυε, κέρδεα νωμῶν,   Τότε ο Τηλέμαχος επίτηδες τον Οδυσσέα καθίζει
                    ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, παρὰ λάϊνον οὐδόν,   πλάι στο κατώφλι, στου καλόχτιστου το βάθος αντρωνίτη,
                    δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν:   μπρος του άβολο σκαμνί πιθώνοντας κι ένα μικρό τραπέζι'

               260  πὰρ δ᾿ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας, ἐν δ᾿ οἶνον ἔχευεν   και μια μερίδα σπλάχνα του 'βαλε, και σε χρυσό ποτήρι,
                    ἐν δέπαϊ χρυσέῳ, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν:   να 'χει να πιει, κρασί του κέρασε, κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «ἐνταυθοῖ νῦν ἧσο μετ᾿ ἀνδράσιν οἰνοποτάζων:   «Με όλους τους άλλους τώρα κάθισε και το κρασί σου πίνε,
                    κερτομίας δέ τοι αὐτὸς ἐγὼ καὶ χεῖρας ἀφέξω   κι απ᾿ των μνηστήρων τα πειράγματα κι από τα χέρια ατός μου
                    πάντων μνηστήρων, ἐπεὶ οὔ τοι δήμιός ἐστιν   θα σε φυλάξω εγώ᾿ βρισκόμαστε μες στου Οδυσσέα το σπίτι,

               265  οἶκος ὅδ᾿, ἀλλ᾿ Ὀδυσῆος, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο κεῖνος.   που θα γενεί δικό μου κάποτε — δεν είναι όλου του κόσμου!
                    ὑμεῖς δέ, μνηστῆρες, ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς   Και σεις, μνηστήρες, και τα χέρια σας κρατάτε και το στόμα,
                    καὶ χειρῶν, ἵνα μή τις ἔρις καὶ νεῖκος ὄρηται.»    να μην ξεσπάσουν ξάφνου τίποτα μαλώματα κι αμάχες!»
                    ἡὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες   Αυτά είπε, κι όλοι τους εδάγκασαν τα χείλια σαστισμένοι
                    Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε.   απ᾿ το κουράγιο του Τηλέμαχου, που μίλησε έτσι αντρίκια.

               270  τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός:   Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι αναμεσό τους είπε:
                    «καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον, Ἀχαιοί,   «Βαρύς ο λόγος του Τηλέμαχου, μα ας τον δεχτούμε, Αργίτες,
                    Τηλεμάχου: μάλα δ᾿ ἧμιν ἀπειλήσας ἀγορεύει.   αν κι είναι αλήθεια πως ξεστόμισε για μας φοβέρες άγριες.
                    οὐ γὰρ Ζεὺς εἴασε Κρονίων: τῷ κέ μιν ἤδη   Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, δεν άφησε, τι αλλιώς στο σπίτι τούτο
                    παύσαμεν ἐν μεγάροισι, λιγύν περ ἐόντ᾿ ἀγορητήν.»   θά 'χαμε κλείσει πια το στόμα του, και δυνατά ας φωνάζει.»

               275  ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.   Αυτά είπε ο Αντίνοος, μα ο Τηλέμαχος τα λόγια του αψηφούσε.
                    κήρυκες δ᾿ ἀνὰ ἄστυ θεῶν ἱερὴν ἑκατόμβην   Μες απ᾿ την πόλη οι κράχτες έφερναν ωστόσο πλήθος βόδια
                    ἦγον: τοὶ δ᾿ ἀγέροντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ   για τη θυσία, κι οι μακρομάλληδες μαζώνουνταν Αργίτες
                    ἄλσος ὕπο σκιερὸν ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος.   στου μακροσαγιτάρη Απόλλωνα το δάσος το ισκιωμένο.
                    οἱ δ᾿ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾿ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο,   Κι αυτοί τ᾿ απανωψάχνια ως έψησαν κι απ᾿ τη φωτιά τα σύραν,

               280  μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ᾿ ἐρικυδέα δαῖτα:   τα κόψαν μερτικά και κάθισαν σε αρχοντικό τραπέζι.
                    πὰρ δ᾿ ἄρ᾿ Ὀδυσσῆϊ μοῖραν θέσαν οἳ πονέοντο   Και του Οδυσσέα μερίδα του 'βαλαν οι τραπεζάροι, τόση
                    ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον: ὣς γὰρ ἀνώγει   όσο κι αυτή που κι οι ίδιοι θα 'παιρναν, τι του Οδυσσέα το τέκνο
                    Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο.   του αρχοντογέννητου, ο Τηλέμαχος, τέτοια είχε δώσει διάτα.
                    μνηστῆρας δ᾿ οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη   Ωστόσο κι η Αθηνά δεν άφηνε τους πέρφανους μνηστήρες

               285  λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον   να πάψουν τ᾿ άνομα φερσίματα, για να ριζώσει η πίκρα
                    δύη ἄχος κραδίην Λαερτιάδην Ὀδυσῆα.    μαθές ακόμα πιο βαθύτερα στα στήθη του Οδυσσέα.
                    ἦν δέ τις ἐν μνηστῆρσιν ἀνὴρ ἀθεμίστια εἰδώς,   Μες στους μνηστήρες κάποιος βρίσκουνταν, ψυχή ανομία γεμάτη,
                    Κτήσιππος δ᾿ ὄνομ᾿ ἔσκε, Σάμῃ δ᾿ ἐνὶ οἰκία ναῖεν:   τον λέγαν Χτήσιππο᾿ το σπίτι του μακριά, στη Σάμη, το 'χε
                    ὃς δή τοι κτεάτεσσι πεποιθὼς θεσπεσίοισι   και ζούσε εκεί, μα είχε τα θάρρη του στ᾿ αρίφνητά του πλούτη,

               290  μνάσκετ᾿ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα.   και του Οδυσσέα, μακριά που χρόνιζε, ζητούσε τη γυναίκα.
                    ὅς ῥα τότε μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μετηύδα:   Τούτος λοιπόν στους παραδιάντροττους μνηστήρες πηρε κι είπε:
                    «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, ὄφρα τι εἴπω:   «Έχω να πω ένα λόγο, πέρφανοι μνηστήρες, αγρικάτε!
                    μοῖραν μὲν δὴ ξεῖνος ἔχει πάλαι, ὡς ἐπέοικεν,   Απ᾿ ώρα ο ξένος τη μερίδα του την πήρε, με τους άλλους
                    ἴσην: οὐ γὰρ καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον   ίδια, ως του πρέπει. Θα 'ταν άδικο κι αταίριαστο, όσοι φτάνουν

               295  ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾿ ἵκηται.   ξένοι στο σπίτι του Τηλέμαχου να βγαίνουν ζημιωμένοι.
                    ἀλλ᾿ ἄγε οἱ καὶ ἐγὼ δῶ ξείνιον, ὄφρα καὶ αὐτὸς   Κι εγώ όμως τώρα κάτι θα 'θελα να τον φιλέψω, να᾿ χει
   249   250   251   252   253   254   255   256   257   258   259