Page 257 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 257

256




                    ὣς ἔφασαν μνηστῆρες: ὁ δ᾿ οὐκ ἐμπάζετο μύθων,   στους Σικελούς να τους πουλήσουμε, και δε θα βγεις χαμένος!»
                                                           Τέτοια οι μνηστήρες λόγια του 'λεγαν, μα εκείνος τ᾿ αψηφούσε᾿

               385  ἀλλ᾿ ἀκέων πατέρα προσεδέρκετο, δέγμενος αἰεί,   βουβός κοιτούσε τον πατέρα του και πρόσμενε την ώρα
                    ὁππότε δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει.   που στους μνηστήρες τους αδιάντροπους θα᾿ βαζε εκείνος χέρι.
                    ἡ δὲ κατ᾿ ἄντηστιν θεμένη περικαλλέα δίφρον   Η Πηνελόττη ωστόσο, η φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
                    κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια,   στο αρχονταρίκι αντίκρυ πάγκαλο θρονί είχε πεί να στήσουν,
                    ἀνδρῶν ἐν μεγάροισιν ἑκάστου μῦθον ἄκουεν.   κι εκεί καθούμενη αφουγκράζουνταν του κάθε αντρός τα λόγια.

               390  δεῖπνον μὲν γάρ τοί γε γελοίωντες τετύκοντο   Όλοι με γέλια τότε σύνταζαν το γιόμα, κι η ψυχή τους
                    ἡδὺ τε καὶ μενοεικές, ἐπεὶ μάλα πόλλ᾿ ἱέρευσαν:   είχε ό,τι νόστιμο λαχτάριζε, τι τα σφαχτά ήταν πλήθια.
                    δόρπου δ᾿ οὐκ ἄν πως ἀχαρίστερον ἄλλο γένοιτο,   Μα δείπνο πιο άχαρο δε στάθηκε και πιο πικρό τραπέζι
                    οἷον δὴ τάχ᾿ ἔμελλε θεὰ καὶ καρτερὸς ἀνὴρ   καθώς αυτό που θα τους έστρωνε τώρα κοντά η Παλλάδα
                    θησέμεναι: πρότεροι γὰρ ἀεικέα μηχανόωντο.    κι ο άφοβος άντρας- όμως το άδικο το 'χαν εκείνοι αρχίσει.
   252   253   254   255   256   257   258   259   260   261   262