Page 262 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 262

261




               170  εἰ δὴ τοῦτό γε τόξον ἀριστῆας κεκαδήσει   πως θα πλερώσουν τ᾿ αρχοντόπουλα με τη ζωή τους τάχα
                    θυμοῦ καὶ ψυχῆς, ἐπεὶ οὐ δύνασαι σὺ τανύσσαι.   το τόξο αυτό, γιατί δεν μπόρεσες εσύ να το τανύσεις!
                    οὐ γάρ τοί σέ γε τοῖον ἐγείνατο πότνια μήτηρ   Μονάχα εσένα λέω σε γέννησεν η σεβαστή σου η μάνα
                    οἷόν τε ῥυτῆρα βιοῦ τ᾿ ἔμεναι καὶ ὀϊστῶν:   για να τραβάς δοξάρι ανήμπορο και σαγιτιές να ρίχνεις'
                    ἀλλ᾿ ἄλλοι τανύουσι τάχα μνηστῆρες ἀγαυοί.»   μα άλλοι τρανοί μνηστήρες σίγουρα γοργά θα το τανύσουν.»

               175  ὣς φάτο, καί ῥ᾿ ἐκέλευσε Μελάνθιον, αἰπόλον αἰγῶν:  Είπε, και το Μελάνθιο πρόσταξε, το γιδολάτη, κι είπε:
                    «ἄγρει δή, πῦρ κῆον ἐνὶ μεγάροισι, Μελανθεῦ,   «Τρέχα, Μελάνθιε, πάρε κι άναψε φωτιά στο αρχονταρίκι,
                    πὰρ δὲ τίθει δίφρον τε μέγαν καὶ κῶας ἐπ᾿ αὐτοῦ,   θρονί μεγάλο δίπλα απίθωσε και μια προβιά από πάνω,
                    ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχὸν ἔνδον ἐόντος,   κι ένα χοντρό από μέσα φέρε μας κεφάλι ξίγκι, να 'χουν
                    ὄφρα νέοι θάλποντες, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ,   στη στιά μαλάζοντας το οι νιούτσικοι ν᾿ αλείβουν το δοξάρι,

               180  τόξου πειρώμεσθα καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.»   κι έτσι μετά να δοκιμάσουμε, να πάρει ο αγώνας τέλος.»
                    ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αἶψ᾿ ἀνέκαιε Μελάνθιος ἀκάματον   Αυτά είπε, κι ο Μελάνθιος άναψε φωτιά τρανή με βιάση,
                    πῦρ,                                   κι ένα θρονί εκεί δίπλα απίθωσε και μια προβιά από πάνω'
                    πὰρ δὲ φέρων δίφρον θῆκεν καὶ κῶας ἐπ᾿ αὐτοῦ,   μετά κι ένα χοντρό τους έφερε κεφάλι ξίγκι, κι έτσι
                    ἐκ δὲ στέατος ἔνεικε μέγαν τροχὸν ἔνδον ἐόντος:   ζεσταίνοντας το οι νιοί δοκίμαζαν να σύρουν το δοξάρι
                    τῷ ῥα νέοι θάλποντες ἐπειρῶντ': οὐδ᾿ ἐδύναντο

               185  ἐντανύσαι, πολλὸν δὲ βίης ἐπιδευέες ἦσαν.   του κάκου! η λίγη που 'χαν δύναμη μεμιάς τους παρατούσε.
                    Ἀντίνοος δ᾿ ἔτ᾿ ἐπεῖχε καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής,   δυο μόνο, ο Αντίνοος κι ο θεόμορφος Ευρύμαχος, οι πρώτοι
                    ἀρχοὶ μνηστήρων: ἀρετῇ δ᾿ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι.   απ᾿ τους μνηστήρες τώρα απόμεναν, οι πιο τρανοί κι οι κάλλιοι.
                    τὼ δ᾿ ἐξ οἴκου βῆσαν ὁμαρτήσαντες ἅμ᾿ ἄμφω   Να βγει απ᾿ το σπίτι ωστόσο κίνησε του αρχοντικού Οδυσσέα
                    βουκόλος ἠδὲ συφορβὸς Ὀδυσσῆος θείοιο:   ο θείος χοιροβοσκός᾿ αντάμα του τραβούσε κι ο βουκόλος.

               190  ἐκ δ᾿ αὐτὸς μετὰ τοὺς δόμου ἤλυθε δῖος Ὀδυσσεύς.   Τότε ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος βγήκε κι αυτός ξοπίσω᾿
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐκτὸς θυρέων ἔσαν ἠδὲ καὶ αὐλῆς,   κι όξω απ᾿ τις πόρτες πια σα βρέθηκαν και την αυλή διάβηκαν,
                    φθεγξάμενός σφε ἔπεσσι προσηύδα μειλιχίοισι:   τους φώναξε και με γλυκόλογα τους μίλησε έτσι κι είπε:
                    «βουκόλε καὶ σύ, συφορβέ, ἔπος τί κε μυθησαίμην,   «Χοιροβοσκέ, βουκόλε, θα 'θελα να μολογήσω κάτι.
                    ἦ αὐτὸς κεύθω; φάσθαι δέ με θυμὸς ἀνώγει.   Για να το κρύψω κάλλιο μέσα μου; Μα να μιλήσω θέλω!
               195  ποῖοί κ᾿ εἶτ᾿ Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, εἴ ποθεν ἔλθοι   Στον Οδυσσέα σαν ποια διαφέντεψη θα δίνατε, αν ερχόταν
                    ὧδε μάλ᾿ ἐξαπίνης καί τις θεὸς αὐτὸν ἐνείκαι;   κάπου απ᾿ τα ξένα και τον έφερνε θεός μπροστά σας ξάφνου;
                    ἤ κε μνηστήρεσσιν ἀμύνοιτ᾿ ἦ Ὀδυσῆϊ;   Το μέρος του Οδυσσέα θα παίρνατε για των μνηστήρων τάχα;
                    εἴπαθ᾿ ὅπως ὑμέας κραδίη θυμός τε κελεύει.»   σαν τι σας λέει η καρδιά να κάνετε κι ο νους σας, φανερώστε!»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ:   Κι ο αγελαδάρης τότε μίλησε και του αποκρίθη κι είπε:
               200  «Ζεῦ πάτερ, αἲ γὰρ τοῦτο τελευτήσειας ἐέλδωρ,   «Να 'ταν, πατέρα Δία, να τέλευες την πεθυμιά μου ετούτη:
                    ὡς ἔλθοι μὲν κεῖνος ἀνήρ, ἀγάγοι δέ ἑ δαίμων:   Να 'φτανε εκείνος, από αθάνατο θεό φερμένος πίσω,
                    γνοίης χ᾿ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.»   τη δύναμη μου τότε θα 'βλεπες και πως με ακούν τα χέρια!»
                    ὣς δ᾿ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι   Παρόμοια κι ο Εύμαιος τους αθάνατους ανακαλιόταν όλους,
                    νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε.    το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να ιδεί να φτάνει τέλος.

               205  αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τῶν γε νόον νημερτέ᾿ ἀνέγνω,   Κι εκείνος τότε, μόλις ένιωσε την άδολη τους γνώμη,
                    ἐξαῦτίς σφε ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν:   ξαναδευτέρωσε τα λόγια του κι αυτά τους συντυχαίνει:
                    «ἔνδον μὲν δὴ ὅδ᾿ αὐτὸς ἐγώ, κακὰ πολλὰ μογήσας   «Εγώ είμαι, ατός μου, μες στο σπίτι μου! πολλά έχω σύρει πάθη,
                    ἤλυθον εἰκοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν.   και τώρα στην πατρίδα διάγειρα στα είκοσι χρόνια πάνω.
                    γιγνώσκω δ᾿ ὡς σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω   Εδώ φτασμένος το κατάλαβα: μονάχα εσείς απ᾿ όλους

               210  οἴοισι δμώων: τῶν δ᾿ ἄλλων οὔ τευ ἄκουσα   με αποζητούσατε᾿ δεν άκουσα κανέναν άλλο δούλο
                    εὐξαμένου ἐμὲ αὖτις ὑπότροπον οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι.   ευκή να κάνει, στο παλάτι μου μια μέρα να διαγείρω.
                    σφῶϊν δ᾿, ὡς ἔσεταί περ, ἀληθείην καταλέξω.   Μα εσείς το τι θα γίνει ακουστέ μου, θα πω την πάσα αλήθεια:
                    εἴ χ᾿ ὑπ᾿ ἐμοί γε θεὸς δαμάσῃ μνηστῆρας ἀγαυούς,   Αν τους τρανούς μνηστήρες ο θεός μου δώσει ν᾿ αφανίσω,
   257   258   259   260   261   262   263   264   265   266   267