Page 264 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 264
263
255 τόξον: ἐλεγχείη δὲ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.» άξιος δεν είναι᾿ κι οι μελλούμενοι θα μάθουν τη ντροπή μας!»
ἡτὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός: Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
«Εὐρύμαχ᾿, οὐχ οὕτως ἔσται: νοέεις δὲ καὶ αὐτός. «Αυτά δε θα γενούν, Ευρύμαχε, κι ατός σου το κατέχεις.
νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ τοῖο θεοῖο Γιορτή είναι του θεού μας σήμερα κι ο κόσμος ξεφαντώνει,
ἁγνή: τίς δέ κε τόξα τιταίνοιτ'; ἀλλὰ ἕκηλοι ιερή᾿ δοξαριά εδώ ποιος γνοιάζεται να σύρει; δίχως έγνοια
260 κάτθετ': ἀτὰρ πελέκεάς γε καὶ εἴ κ᾿ εἰῶμεν ἅπαντας βάλτε τα κάτω! Κι ας αφήσουμε να στέκουν τα πελέκια
ἑστάμεν: οὐ μὲν γάρ τιν᾿ ἀναιρήσεσθαι ὀί̈ω, στη θέση τους᾿ δεν το φαντάζουμαι πως θα βρεθεί κανένας
ἐλθόντ᾿ ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος. μες στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο να μπει να τα σηκώσει.
ἀλλ᾿ ἄγετ᾿, οἰνοχόος μὲν ἐπαρξάσθω δεπάεσσιν, Ελάτε, ο κεραστής τις κούπες μας να πάρει να γεμίσει,
ὄφρα σπείσαντες καταθείομεν ἀγκύλα τόξα: και κάνοντας σπονδή ν᾿ αφήσουμε τα στρουφιχτά δοξάρια!
265 ἠῶθεν δὲ κέλεσθε Μελάνθιον, αἰπόλον αἰγῶν, Κι ο Μελανθέας ταχιά προστάχτε τον, ο γιδολάτης, να 'ρθει
αἶγας ἄγειν, αἳ πᾶσι μέγ᾿ ἔξοχοι αἰπολίοισιν, τις πιο παχιές του γίδες φέρνοντας απ᾿ όλο το κοπάδι'
ὄφρ᾿ ἐπὶ μηρία θέντες Ἀπόλλωνι κλυτοτόξῳ κι ως κάψουμε μεριά του Απόλλωνα του τρανοσαγιτάρη,
τόξου πειρώμεσθα καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.» το τόξο πια να δοκιμάσουμε, να πάρει ο αγώνας τέλος.»
ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος. Αυτά είπε ο Αντίνοος, και στη γνώμη του μετά χαράς συγκλίναν.
270 τοῖσι δὲ κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν, Κι οι κράχτες πήραν και τους έχυναν νερό στα χέρια πάνω,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, και τα κροντήρια τα παιδόπουλα πιοτό τα ξεχείλιζαν,
νώμησαν δ᾿ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν. και σε όλα τα ποτήρια εμοίραζαν, απ᾿ τις σπονδές ν᾿ αρχίσουν.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν σπεῖσάν τ᾿ ἔπιόν θ᾿ ὅσον ἤθελε θυμός, Και σα στάλαξαν κι ήπιαν όλοι τους, όσο η καρδιά ποθούσε,
τοῖς δὲ δολοφρονέων μετέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: ο πολυμήχανος τους μίλησε με πονηριά Οδυσσέας:
275 «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης: «Ακουστέ μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει: το τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω'
Εὐρύμαχον δὲ μάλιστα καὶ Ἀντίνοον θεοειδέα πιο απ᾿ όλους θέλω απ᾿ τον Ευρύμαχο μια χάρη να γυρέψω
λίσσομ᾿, ἐπεὶ καὶ τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπε, κι απ᾿ τον Αντίνοο το θεόμορφο᾿ τα 'πε σωστά! σκολνάτε
νῦν μὲν παῦσαι τόξον, ἐπιτρέψαι δὲ θεοῖσιν: το τόξο πια, και στων αθάνατων τα χέρια τ᾿ άλλα αφήστε'
280 ἠῶθεν δὲ θεὸς δώσει κράτος ᾧ κ᾿ ἐθέλῃσιν. ταχιά ο θεός τη νίκη σίγουρα θα δώκει σ᾿ όποιον θέλει.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐμοὶ δότε τόξον ἐύ̈ξοον, ὄφρα μεθ᾿ ὑμῖν Μα ελατέ, δώστε το καλόξυστο δοξάρι και σε μένα,
χειρῶν καὶ σθένεος πειρήσομαι, ἤ μοι ἔτ᾿ ἐστὶν να ιδώ αν με ακούν τα χέρια, δύναμη και τώρα αν μου 'χει μείνει,
ἴς, οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν, η ανάκαρα που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί μου,
ἦ ἤδη μοι ὄλεσσεν ἄλη τ᾿ ἀκομιστίη τε.» για μου την πήρε η κακοπέραση στα παραδέρματά μου.»
285 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν, Αυτά είπε, και τους άλλους άμετρος θυμός τους συνεπήρε
δείσαντες μὴ τόξον ἐύ̈ξοον ἐντανύσειεν. στο φόβο τους το καλοτόρνευτο δοξάρι μην τανύσει.
Ἀντίνοος δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: Κι ο Αντίνοος τότε πήρε κι έλεγε, βαριά αποπαίρνοντάς τον:
«ἆ δειλὲ ξείνων, ἔνι τοι φρένες οὐδ᾿ ἠβαιαί: «Συφοριασμένε ξένε, μέσα σου σταλιά μυαλό δεν έχεις!
οὐκ ἀγαπᾷς ὃ ἕκηλος ὑπερφιάλοισι μεθ᾿ ἡμῖν Και δε σου φτάνει εδώ που απείραχτος μαζί με αψηλομύτες
290 δαίνυσαι, οὐδέ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι, αὐτὰρ ἀκούεις αρχόντους τρως; Φαγί δε σου 'λειψε, και γίνουνται μπροστά σου
μύθων ἡμετέρων καὶ ῥήσιος; οὐδέ τις ἄλλος οι αθιβολές μας κι οι κουβέντες μας. Ποιος άκουσε ποτέ του
ἡμετέρων μύθων ξεῖνος καὶ πτωχὸς ἀκούει. ξένος και ζήτουλας τα λόγια μας, ξον από σένα τώρα;
οἶνός σε τρώει μελιηδής, ὅς τε καὶ ἄλλους Σ᾿ έχει χτυπήσει το μελόγλυκο κρασί᾿ και ποιόν δε βλάφτει,
βλάπτει, ὃς ἄν μιν χανδὸν ἕλῃ μηδ᾿ αἴσιμα πίνῃ. που ανοίει το στόμα του κι αλόγιαστα το πίνει, δίχως μέτρο;
295 οἶνος καὶ Κένταυρον, ἀγακλυτὸν Εὐρυτίωνα, Απ᾿ το κρασί κι ο γαύρος Εύρυτος, ο Κένταυρος, θολώθη,
ἄασ᾿ ἐνὶ μεγάρῳ μεγαθύμου Πειριθόοιο, μες στους Λαπίθες όταν βρέθηκε, στο σπίτι του αντρειωμένου
ἐς Λαπίθας ἐλθόνθ': ὁ δ᾿ ἐπεὶ φρένας ἄασεν οἴνῳ, Πειρίθου᾿ το κρασί του θόλωσε τα φρένα και θαρρεύτη
μαινόμενος κάκ᾿ ἔρεξε δόμον κάτα Πειριθόοιο: στην τρέλα του δουλειές αταίριαστες να κάμει στου Πειρίθου
ἥρωας δ᾿ ἄχος εἷλε, διὲκ προθύρου δὲ θύραζε το αρχοντικό. Κι εκείνοι οι αντρόκαρδοι του κόψαν θυμωμένοι