Page 265 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 265
264
300 ἕλκον ἀναί̈ξαντες, ἀπ᾿ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ μύτες κι αφτιά με τον ανέσπλαχνο χαλκό, και σούρνοντάς τον
ῥῖνάς τ᾿ ἀμήσαντες: ὁ δὲ φρεσὶν ᾗσιν ἀασθεὶς τον βγάλαν όξω σπ᾿ την αυλόπορτα᾿ κι αυτός με θολωμένα
ἤϊεν ἣν ἄτην ὀχέων ἀεσίφρονι θυμῷ. τραβούσε φρένα, μες στη σύθολη του νου του παραζάλη.
ἐξ οὗ Κενταύροισι καὶ ἀνδράσι νεῖκος ἐτύχθη, Έτσι άνοιξε μαθές ο πόλεμος ανάμεσα σε ανθρώπους
οἷ δ᾿ αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο οἰνοβαρείων. και Κενταύρους, μα αυτός το πλέρωοε πιο πρώτα᾿ το μεθύσι!
305 ὣς καὶ σοὶ μέγα πῆμα πιφαύσκομαι, αἴ κε τὸ τόξον Όμοιο κακό ψυχανεμίζουμαι για σένα, αν το δοξάρι
ἐντανύσῃς: οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις τανύσεις, κι ούτε πια συμπόνεση θα βρεις απ᾿ το λαό μας'
ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ, ἄφαρ δέ σε νηὶ̈ μελαίνῃ την ίδιαν ώρα θα σε στείλουμε με μελανό καράβι
εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων, στον Έχετο το ρήγα, που άνθρωπο δε συμπονά κανένα,
πέμψομεν: ἔνθεν δ᾿ οὔ τι σαώσεαι: ἀλλὰ ἕκηλος και δε γλιτώνεις πια απ᾿ τα χέρια του. Κάθου λοιπόν και πίνε
310 πῖνέ τε, μηδ᾿ ἐρίδαινε μετ᾿ ἀνδράσι κουροτέροισιν.» συμμαζεμένος᾿ με τους νιούτσικους τι θες και καβγαδίζεις;»
ὣτὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας του αποκρίθη:
«Ἀντίνο᾿, οὐ μὲν καλὸν ἀτέμβειν οὐδὲ δίκαιον «Τον ξένο, Αντίνοε, του Τηλέμαχου, μια κι έφτασε σε τούτο
ξείνους Τηλεμάχου, ὅς κεν τάδε δώμαθ᾿ ἵκηται: το σπίτι, είναι άδικο κι αταίριαστο να τον καταφρονάμε.
ἔλπεαι, αἴ χ᾿ ὁ ξεῖνος Ὀδυσσῆος μέγα τόξον Ο ξένος δείχνει πως θαρρεύεται στα χέρια, στην αντρεία του'
315 ἐντανύσῃ χερσίν τε βίηφί τε ἧφι πιθήσας, πιστεύεις, αν τανύσει το τρανό δοξάρι του Οδυσσέα,
οἴκαδέ μ᾿ ἄξεσθαι καὶ ἑὴν θήσεσθαι ἄκοιτιν; πως θα με πάρει αλήθεια σπίτι του, γυναίκα του να γένω;
οὐδ᾿ αὐτός που τοῦτό γ᾿ ἐνὶ στήθεσσιν ἔολπε: Τέτοιαν ελπίδα μες στα στήθη του μηδέ κι ατός του κρύβει.
μηδέ τις ὑμείων τοῦ γ᾿ εἵνεκα θυμὸν ἀχεύων Γι αυτό το πράμα ας μη συχύζεται λοιπόν, καθώς γλεντάτε,
ἐνθάδε δαινύσθω, ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικεν.» κανένας σας᾿ κι ουδέ θα ταίριαζαν δουλειές αλήθεια τέτοιες!»
320 τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἀντίον ηὔδα: Κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, της αποκρίθη κι είπε:
«κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρον Πηνελόπεια, «Δε λέμε Πηνελόπη, φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
οὔ τί σε τόνδ᾿ ἄξεσθαι ὀϊόμεθ': οὐδὲ ἔοικεν: πως θα σε πάρει, τέτοιο αταίριαστο ποιος λογαριάζει γάμο;
ἀλλ᾿ αἰσχυνόμενοι φάτιν ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν, Είναι μονάχα που ντρεπόμαστε των γυναικών τα λόγια
μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν και των αντρών, κανένας κάποτε μην πει αχαμνότερος μας:
325 ἦ πολὺ χείρονες ἄνδρες ἀμύμονος ἀνδρὸς ἄκοιτιν „ Άντρες ζητούν πολύ πιο αδύναμοι τρανού το ταίρι αρχόντου.
μνῶνται, οὐδέ τι τόξον ἐύ̈ξοον ἐντανύουσιν: κι ουδέ μπορούν το καλοτόρνευτο δοξάρι του να σύρουν!
ἀλλ᾿ ἄλλος τις πτωχὸς ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν Κι ήρθε ένας άλλος, ένας ζήτουλας παραδαρμένος, ξάφνου
ῥηϊδίως ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾿ ἧκε σιδήρου. και διάβη τα πελέκια, ακόπιαστα τανυώντας το δοξάρι."
ὣς ἐρέουσ᾿, ἡμῖν δ᾿ ἂν ἐλέγχεα ταῦτα γένοιτο.» Αυτά μπορεί να πουν, και πάνω μας πολλή ντροπή θα πέσει.»
330 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του μεταπηλογήθη:
«Εὐρύμαχ᾿, οὔ πως ἔστιν ἐϋκλεῖας κατὰ δῆμον «Έτσι κι αλλιώς θαρρείς, Ευρύμαχε, πως τους δοξάζει ο κόσμος
ἔμμεναι οἳ δὴ οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν εκείνους που ντροπιάζουν τρώγοντας το σπίτι ενού αντρειωμένου;
ἀνδρὸς ἀριστῆος: τί δ᾿ ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Ο λόγος ποιος λοιπόν να νιώθετε με τούτα ντροπιασμένοι;
οὗτος δὲ ξεῖνος μάλα μὲν μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, Καλοδεμένος κι αψηλόκορμος ο ξένος δείχνει να 'ναι,
335 πατρὸς δ᾿ ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχεται ἔμμεναι υἱός. και το 'χει για καμάρι που άρχοντας ο κύρης του λογιόταν.
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ δότε τόξον ἐύ̈ξοον, ὄφρα ἴδωμεν. Ομπρός, το τορνεμένο δώστε του δοξάρι, για να δούμε.
ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται: Πάνω σ᾿ αυτό κάτι άλλο θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει:
εἴ κέ μιν ἐντανύσῃ, δώῃ δέ οἱ εὖχος Ἀπόλλων, Αν το τανύσει λέω κι ο Απόλλωνας του δώσει αυτή τη δόξα,
ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά, θα πω να του χαρίσουν όμορφη χλαμύδα και χιτώνα,
340 δώσω δ᾿ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν, κι ένα κοντάρι σουβλερόμυτο, μακριά σκυλιά κι ανθρώπους
καὶ ξίφος ἄμφηκες: δώσω δ᾿ ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα, να διώχνει, και σπαθί και σάνταλα στα δυο του πόδια, κι όπου
πέμψω δ᾿ ὅππη μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.» καρδιά και νους τον σπρώχνουν, πρόθυμα θα τον καλοστρατίσω.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά της δίνει:
«μῆτερ ἐμή, τόξον μὲν Ἀχαιῶν οὔ τις ἐμεῖο «Εγώ είμαι ο αφέντης τώρα, μάνα μου, του δοξαριού᾿ το δίνω