Page 261 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 261
260
125 τρὶς μέν μιν πελέμιξεν ἐρύσσεσθαι μενεαίνων, Να το τανύσει τρεις δοκίμασε φορές, τραντάζοντας το,
τρὶς δὲ μεθῆκε βίης, ἐπιελπόμενος τό γε θυμῷ, και τρεις φορές του εκόπη η δύναμη, κι ας το 'λπιζε την κόρδα
νευρὴν ἐντανύειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου. να την τανύσει κι απ᾿ τα σίδερα να του διαβεί η σαγίτα.
καί νύ κε δή ῥ᾿ ἐτάνυσσε βίῃ τὸ τέταρτον ἀνέλκων, Κι αν τέταρτη φορά την έσερνε, θα την τανυούσε αλήθεια,
ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς ἀνένευε καὶ ἔσχεθεν ἱέμενόν περ. μα του 'γνεψε ο Οδυσσέας και του 'κοψε τη φόρα που 'χε πάρει.
130 τοῖς δ᾿ αὖτις μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο: Και τότε ο αντρόκαρδος Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι κι είπε:
«ὢ πόποι, ἦ καὶ ἔπειτα κακός τ᾿ ἔσομαι καὶ ἄκικυς, «Αλί μου, ξέπνοος λέω κι αδύναμος θα μείνω εγώ για πάντα!
ἠὲ νεώτερός εἰμι καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα για κι είμαι νιος και δε θαρρεύουμαι στα δυο μου χέρια ακόμα,
ἄνδρ᾿ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ. κανείς αν πιάσει τα τσακώματα, μαζί του να τα βάλω.
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, οἵ περ ἐμεῖο βίῃ προφερέστεροί ἐστε, Μα ελάτε σεις που είστε τρανότεροι στη δύναμη, το τόξο
135 τόξου πειρήσασθε, καὶ ἐκτελέωμεν ἄεθλον.» να δοκιμάστε, να τελειώνουμε με το δοκίμι τούτο.»
ὣς εἰπὼν τόξον μὲν ἀπὸ ἕο θῆκε χαμᾶζε, Είπε, και το δοξάρι απίθωσε στο χώμα, γέρνοντας το
κλίνας κολλητῇσιν ἐϋξέστῃς σανίδεσσιν, στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο, και τη γοργή σαγίτα
αὐτοῦ δ᾿ ὠκὺ βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ, αυτού την έγειρε, πλάι στ᾿ όμορφο του δοξαριού κοράκι,
ἂψ δ᾿ αὖτις κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη. και πήγε στο θρονί και κάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
140 τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη, Εὐπείθεος υἱός: Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε:
«ὄρνυσθ᾿ ἑξείης ἐπιδέξια πάντες ἑταῖροι, «Κατά δεξιά, σύντροφοι, ασκώνεστε με τη σειρά σας όλοι,
ἀρξάμενοι τοῦ χώρου ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει.» και κάντε αρχή από εκεί που το κρασί να μας κερνούν θωρείτε.»
ὣς ἔφατ᾿ Ἀντίνοος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος. Αυτά είπε ο Αντίνοος, και στα λόγια του μετά χαράς συγκλίναν.
Λειώδης δὲ πρῶτος ἀνίστατο, Οἴνοπος υἱός, Πρώτος του Οινόπου ο γιος σηκώθηκεν, ο Λειώδης, που τον είχαν
145 ὅ σφι θυοσκόος ἔσκε, παρὰ κρητῆρα δὲ καλὸν μάντη οι μνηστήρες στα θυμιάματα, και κάθουνταν στο βάθος,
ἷζε μυχοίτατος αἰέν: ἀτασθαλίαι δέ οἱ οἴῳ πλάι στ᾿ όμορφο κροντήρι, πάντα του μονάχα αυτός μισούσε
ἐχθραὶ ἔσαν, πᾶσιν δὲ νεμέσσα μνηστήρεσσιν: τις αδικίες, γι᾿ αυτό και θύμωνε με τους μνηστήρες όλους.
ὅς ῥα τότε πρῶτος τόξον λάβε καὶ βέλος ὠκύ. Τούτος το τόξο πρώτος έπιασε και τη γοργή σαγίτα,
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζεν, κι ως στο κατώφλι πήε και στάθηκε, δοκίμαζε το τόξο'
150 οὐδέ μιν ἐντάνυσε: πρὶν γὰρ κάμε χεῖρας ἀνέλκων μα δεν το τάνυσε᾿ τι σέρνοντας του κόπηκαν τα χέρια
ἀτρίπτους ἁπαλάς: μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν: πιο πριν τα τρυφερά, τ᾿ αδούλευτα, και στους μνηστήρες είπε:
«ὦ φίλοι, οὐ μὲν ἐγὼ τανύω, λαβέτω δὲ καὶ ἄλλος. «Άλλος ας έρθει, τι είναι αβόλετο να το τανύσω, φίλοι!
πολλοὺς γὰρ τόδε τόξον ἀριστῆας κεκαδήσει Θα το πλερώσουν αρχοντόπουλα πολλά με τη ζωή τους
θυμοῦ καὶ ψυχῆς, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστι το τόξο αυτό᾿ τι είναι καλύτερο χίλιες φορές αλήθεια
155 τεθνάμεν ἢ ζώοντας ἁμαρτεῖν, οὗθ᾿ ἕνεκ᾿ αἰεὶ νεκροί στον Κάτω Κόσμο να 'μαστέ, παρά να ζούμε δίχως
ἐνθάδ᾿ ὁμιλέομεν, ποτιδέγμενοι ἤματα πάντα. εκείνο, εδώ που μας συμμάζωξε και καρτερούμε πάντα.
νῦν μέν τις καὶ ἔλπετ᾿ ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ μενοινᾷ Κάποιοι είναι ακόμα που στα φρένα τους ελπίζουν και λογιάζουν
γῆμαι Πηνελόπειαν, Ὀδυσσῆος παράκοιτιν. την Πηνελόπη, τη συγκόρμισσα να πάρουν του Οδυσσέα.
αὐτὰρ ἐπὴν τόξου πειρήσεται ἠδὲ ἴδηται, Μα αν δοκιμάσουν το δοξάρι του και ιδούν, θα προτιμήσουν
160 ἄλλην δή τιν᾿ ἔπειτα Ἀχαιϊάδων εὐπέπλων να βρουν μιαν άλλη απ᾿ τις Αργίτισσες τις ομορφομαντούσες,
μνάσθω ἐέδνοισιν διζήμενος: ἡ δέ κ᾿ ἔπειτα με δώρα να την κάμουν ταίρι τους. Και τούτη τότε ας πάρει
γήμαιθ᾿ ὅς κε πλεῖστα πόροι καὶ μόρσιμος ἔλθοι.» όποιον χαρίσει περισσότερα και της το γράφει η μοίρα.»
ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν καὶ ἀπὸ ἕο τόξον ἔθηκε, Είπε, και το δοξάρι απίθωσε μακριά του, γέρνοντας το
κλίνας κολλητῇσιν ἐϋξέστῃς σανίδεσσιν, στο γυαλιστό, αρμοστό πορτόφυλλο, και τη γοργή σαγίτα
165 αὐτοῦ δ᾿ ὠκὺ βέλος καλῇ προσέκλινε κορώνῃ, αυτού την έγειρε, πλάι στ᾿ όμορφο του δοξαριού κοράκι,
ἂψ δ᾿ αὖτις κατ᾿ ἄρ ἕζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη. και πήγε στο θρονί και κάθισε, που λίγο πριν καθόταν.
Ἀντίνοος δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε: Κι ο Αντίνοος τότε πήρε κι έλεγε, βαριά αποπαίρνοντάς τον:
«λειῶδες, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, «Λειώδη, τι λόγος που σου ξέφυγε της δοντωσιας το φράχτη,
δεινόν τ᾿ ἀργαλέον τε, --νεμεσσῶμαι δέ τ᾿ ἀκούων-- βαρύς κι αβάσταχτος; Γρικώντας τον ανάβω απ᾿ το θυμό μου —