Page 260 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 260

259




                    Ἀντίνοος δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζε:   Κι ο Αντίνοος πήρε τότε κι έλεγε, βαριά αποπαίρνοντάς τους:
               85                                          «Κουτοί χωριάτες, που απ᾿ το σήμερα δεν πάει πιο πέρα ο νους
                    «νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
                                                           σας!
                    ἆ δειλώ, τί νυ δάκρυ κατείβετον ἠδὲ γυναικὶ
                                                           Γιατί θρηνιέστε, κακορίζικοι, και στης γυναίκας τούτης
                    θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὀρίνετον; ᾗ τε καὶ ἄλλως
                                                           τα στήθη την καρδιά ταράζετε, που έτσι κι αλλιώς ο πόνος
                    κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός, ἐπεὶ φίλον ὤλεσ᾿ ἀκοίτην.
                                                           της τρώει βαθιά τα σπλάχνα, που 'χασε τον ακριβό της άντρα;
                    ἀλλ᾿ ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι, ἠὲ θύραζε
                                                           Καθίστε εδώ και τρώτε αμίλητοι, για αλλιώς τραβάτε, κι όξω
               90   κλαίετον ἐξελθόντε, κατ᾿ αὐτόθι τόξα λιπόντε,   θρηνάτε, τα δοξάρια αφήνοντας εδώ, που στους μνηστήρες
                    μνηστήρεσσιν ἄεθλον ἀάατον: οὐ γὰρ ὀί̈ω   δοκίμι θα σταθούν αλύπητο. Το καλοτορνεμένο
                    ῥηϊδίως τόδε τόξον ἐύ̈ξοον ἐντανύεσθαι.   τούτο δοξάρι δεν είναι εύκολο να τανυστεί, φοβούμαι.
                    οὐ γάρ τις μέτα τοῖος ἀνὴρ ἐν τοίσδεσι πᾶσιν   Μες σε όλους τούτους λέω δε βρίσκεται κανένας άντρας τέτοιος,
                    οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν: ἐγὼ δέ μιν αὐτὸς ὄπωπα,   ως ήταν ο Οδυσσέας. Ανέμυαλο, μικρό παιδί ήμουν τότε,

               95                                          που τον αντίκρισαν τα μάτια μου, και το θυμούμαι ακόμα!»
                    καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, πάϊς δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα.»   Αυτά είπε, μα βαθιά κρυφόλπιζε την κόρδα να τανύσει
                    ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἄρα θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει   και μέσα απ᾿ τα σιδεροπέλεκα να του διαβεί η σαγίτα —
                    νευρὴν ἐντανύσειν διοϊστεύσειν τε σιδήρου.   αλήθεια, πρώτος θα τη γεύουνταν σε λίγο, αμολυμένη
                    ἦ τοι ὀϊστοῦ γε πρῶτος γεύσεσθαι ἔμελλεν
                                                           απ᾿ του Οδυσσέα τα χέρια του άψεγου! — που μες στο
                    ἐκ χειρῶν Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὃν τότ᾿ ἀτίμα
                                                           αρχονταρίκι

               100  ἥμενος ἐν μεγάροις, ἐπὶ δ᾿ ὤρνυε πάντας ἑταίρους.   δεν τον ψηφούσε, μόνο ξάγγριζε και τους συντρόφους του όλους.
                    τοῖσι δὲ καὶ μετέειφ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο:   Γυρνώντας ο αντρειανός Τηλέμαχος τους μίλησε έτσι τότε:
                    «ὢ πόποι, ἦ μάλα με Ζεὺς ἄφρονα θῆκε Κρονίων:   «Του Κρόνου ο γιος, ο Δίας, τα φρένα μου τα 'χει σηκώσει, αλί μου!
                    μήτηρ μέν μοί φησι φίλη, πινυτή περ ἐοῦσα,   Την άκουσα να λέει τη μάνα μου, και μυαλωμένη που 'ναι,
                    ἄλλῳ ἅμ᾿ ἕψεσθαι νοσφισσαμένη τόδε δῶμα:   με άλλον θα πάει μαζί, μακραίνοντας από το σπίτι τούτο'

               105                                         κι όμως εγώ γελώ κι ανέμυαλος χαρά στα φρένα νιώθω!
                    αὐτὰρ ἐγὼ γελόω καὶ τέρπομαι ἄφρονι θυμῷ.   Μα ομπρός, μνηστήρες, μια και πρόβαλε τέτοιο βραβείο μπροστά
                    ἀλλ᾿ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾿ ἄεθλον,   σας!
                    οἵη νῦν οὐκ ἔστι γυνὴ κατ᾿ Ἀχαιί̈δα γαῖαν,   Γυναίκα σαν αυτή δέ βρίσκεται στων Αχαιών τη χώρα —
                    οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ᾿ Ἄργεος οὔτε Μυκήνης:   Άργος, Μυκήνα, Πύλος: άδικα θα ψάξεις να 'βρεις όμοια᾿
                    οὔτ᾿ αὐτῆς Ἰθάκης οὔτ᾿ ἠπείροιο μελαίνης:
                                                           μηδέ και στην Ιθάκη βρίσκεται για στη στεριά απαντίκρυ!

               110  καὶ δ᾿ αὐτοὶ τόδε γ᾿ ἴστε: τί με χρὴ μητέρος αἴνου;   Το ξέρετε και σεις, τη μάνα μου ποιος λόγος να παινεύω;
                    ἀλλ᾿ ἄγε μὴ μύνῃσι παρέλκετε μηδ᾿ ἔτι τόξου   Μα ελάτε τώρα, μην ξεφεύγετε και μην αργοποράτε,
                    δηρὸν ἀποτρωπᾶσθε τανυστύος, ὄφρα ἴδωμεν.   πια μην το παρατάτε ατάνυστο το τόξο, για να ιδούμε.
                    καὶ δέ κεν αὐτὸς ἐγὼ τοῦ τόξου πειρησαίμην:   Κι εγώ να δοκιμάσω θα 'θελα του κύρη το δοξάρι᾿
                    εἰ δέ κεν ἐντανύσω διοϊστεύσω τε σιδήρου,   κι αν το τανυούσα κι απ᾿ τα σίδερα μου διάβαινε η σαγίτα,

               115  οὔ κέ μοι ἀχνυμένῳ τάδε δώματα πότνια μήτηρ   δε θα 'χα πίκρα πως η μάνα μου το σπίτι τούτο αφήκε
                    λείποι ἅμ᾿ ἄλλῳ ἰοῦσ᾿, ὅτ᾿ ἐγὼ κατόπισθε λιποίμην   κι ακλούθηξε άλλον άντρα, κι έμεινα ξοπίσω εγώ μονάχος,
                    οἷός τ᾿ ἤδη πατρὸς ἀέθλια κάλ᾿ ἀνελέσθαι.»    τι θα 'μουν άξιος τα ώρια τ᾿ άρματα του κύρη να σηκώσω.»
                    ἦ καὶ ἀπ᾿ ὤμοιϊν χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν   Είπε, κι ορθός τινάχτη, πέταξε την πορφυρή του κάπα
                    ὀρθὸς ἀναί̈ξας, ἀπὸ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμων.   και τράβηξε απ᾿ τους ώμους κι έβγαλε το κοφτερό σπαθί του.

               120  πρῶτον μὲν πελέκεας στῆσεν, διὰ τάφρον ὀρύξας   Αυλάκι πήρε πρώτα κι άνοιξε μακρύ, μιαν άκρη ως άλλη,
                    πᾶσι μίαν μακρήν, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,   και τα πελέκια αράδα τα 'στησε, με στάφνη ισιώνοντας τα,
                    ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε: τάφος δ᾿ ἕλε πάντας ἰδόντας,   και πάτησε το χώμα γύρα τους. Δεν είχε δει ποτέ του
                    ὡς εὐκόσμως στῆσε: πάρος δ᾿ οὐ πώ ποτ᾿ ὀπώπει.   τέτοιες δουλειές, μα τα καλόστησε, και ξαφνιάστηκαν όλοι.
                    στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰὼν καὶ τόξου πειρήτιζε.   Κι ως στο κατώφλι πηε και στάθηκε, δοκίμαζε το τόξο.
   255   256   257   258   259   260   261   262   263   264   265