Page 266 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 266

265




               345  κρείσσων, ᾧ κ᾿ ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι,   για κι όχι σ᾿ όποιον θέλω, λεύτερα! Κανείς Αργίτης άλλος,
                    οὔθ᾿ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν,   μηδέ οι ρηγάδες την πετρόχαρη που κυβερνούν Ιθάκη
                    οὔθ᾿ ὅσσοι νήσοισι πρὸς Ἤλιδος ἱπποβότοιο:   για τα νησιά μπροστά στην Ήλιδα την αλογοθροφούσα.
                    τῶν οὔ τίς μ᾿ ἀέκοντα βιήσεται, αἴ κ᾿ ἐθέλωμι   Με το στανιό κανείς δε δύνεται να με κρατήσει, αν θέλω
                    καὶ καθάπαξ ξείνῳ δόμεναι τάδε τόξα φέρεσθαι.   το τόξο που θωρείς στον ξένο μου για πάντα να χαρίσω.

               350  ἀλλ᾿ εἰς οἶκον ἰοῦσα τὰ σ᾿ αὐτῆς ἔργα κόμιζε,   Μα εσύ στην κάμαρα σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα,
                    ἱστόν τ᾿ ἠλακάτην τε, καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε   τον αργαλειό, τη ρόκα, πρόσταζε κι οι βάγιες να δουλεύουν
                    ἔργον ἐποίχεσθαι: τόξον δ᾿ ἄνδρεσσι μελήσει   για το δοξάρι εσύ μη γνοιάζεσαι᾿ θα το φροντίσουν οι άντρες —
                    πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί: τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾿ ἐνὶ οἴκῳ.»  όλοι, μα εγώ πιο απ᾿ όλους᾿ κύβερνος εγώ είμαι του σπιτιού μου!»
                    ἡ μὲν θαμβήσασα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει:   Εκείνη εσάστισε, και βάζοντας τα μυαλωμένα λόγια

               355  παιδὸς γὰρ μῦθον πεπνυμένον ἔνθετο θυμῷ.   του γιου της στην καρδιά ξεκίνησε στην κάμαρα της πίσω.
                    ἐς δ᾿ ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶ   Κι όπως ανέβη με τις βάγιες της στο ανώι, για να πλαγιάσει,
                    κλαῖεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα, φίλον πόσιν, ὄφρα οἱ ὕπνον   τον Οδυσσέα θυμήθη κι έκλαιγε, τον άντρα της, ωσόπου
                    ἡδὺν ἐπὶ βλεφάροισι βάλε γλαυκῶπις Ἀθήνη.   της έχυσε η Αθηνά η γλαυκόματη γλυκά στα μάτια γύπνο
                    αὐτὰρ ὁ τόξα λαβὼν φέρε καμπύλα δῖος ὑφορβός:   Το θείο χοιροβοσκό ως αντίκρισαν ωστόσο το δοξάρι

               360  μνηστῆρες δ᾿ ἄρα πάντες ὁμόκλεον ἐν μεγάροισιν:   να κουβαλά οι μνηστήρες, θύμωσαν στον αντρωνίτη μέσα,
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:   κι έτσι φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
                    «πῆ δὴ καμπύλα τόξα φέρεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,   «Το γυριστό δοξάρι που το πας, χοιροβοσκέ χαμένε,
                    πλαγκτέ; τάχ᾿ αὖ σ᾿ ἐφ᾿ ὕεσσι κύνες ταχέες   που εδώ όλο τριγυρνάς; Τα γρήγορα που ανάθρεφες σκυλιά σου
                    κατέδονται                             θα σε ξεσκίσουν μπρος στους χοίρους του στα ξώμερα σε λίγο,
                    οἶον ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὓς ἔτρεφες, εἴ κεν Ἀπόλλων

               365  ἡμῖν ἱλήκῃσι καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι.»   μονάχα ο Φοίβος κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μας σταθούνε.»
                    ὣς φάσαν, αὐτὰρ, ὁ θῆκε φέρων αὐτῇ ἐνὶ χώρῃ,   Έτσι έλεγαν, κι εκείνος τρόμαξε που του φώναζαν τόσοι
                    δείσας, οὕνεκα πολλοὶ ὁμόκλεον ἐν μεγάροισιν.   στην κάμαρα, κι εκεί που βρέθηκε, το τόξο αφήκε κάτω.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἑτέρωθεν ἀπειλήσας ἐγεγώνει:   Μα κι ο Τηλέμαχος τον έπιασε με τις φοβέρες κι είπε:
                    «ἄττα, πρόσω φέρε τόξα: τάχ᾿ οὐκ εὖ πᾶσι πιθήσεις   «Παππουλη, φερ᾿ το τόξο! Σίγουρα δε θα 'βγει σε καλό σου
               370  μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι,   πολούς ν᾿ ακούς. Αν και μικρότερος, στις πέτρες θα σε στρώσω
                    βάλλων χερμαδίοισι: βίηφι δὲ φέρτερός εἰμι.   ως τα χωράφια κυνηγώντας σε᾿ τι ο πιο γερός εγώ είμαι.
                    αἲ γὰρ πάντων τόσσον, ὅσοι κατὰ δώματ᾿ ἔασι,   Αχ, να 'ταν όμοια κάτω να 'βαζα στη δύναμη, στα χέρια
                    μνηστήρων χερσίν τε βίηφί τε φέρτερος εἴην:   και τους μνηστήρες, όσοι βρίσκουνται στο αρχοντικό μας μέσα!
                    τῷ κε τάχα στυγερῶς τιν᾿ ἐγὼ πέμψαιμι νέεσθαι   Άσκημα τότε από το σπίτι μας σε μια στιγμή θα φεύγαν
               375  ἡμετέρου ἐξ οἴκου, ἐπεὶ κακὰ μηχανόωνται.»   διωγμένοι κάποιοι, που στα φρένα τους κακά μονάχα κλώθουν.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν   Αυτά είπε, κι όλοι με τα λόγια του γέλασαν οι μνηστήρες,
                    μνηστῆρες, καὶ δὴ μέθιεν χαλεποῖο χόλοιο   τι πια ξεθύμαινε στα φρένα τους ο άγριος θυμός που νιώθαν
                    Τηλεμάχῳ: τὰ δὲ τόξα φέρων ἀνὰ δῶμα συβώτης   για τον Τηλέμαχο. Και διάβηκε την κάμαρα κρατώντας
                    ἐν χείρεσσ᾿ Ὀδυσῆϊ δαί̈φρονι θῆκε παραστάς.   ο Εύμαιος το τόξο και το απίθωσε μες στου Οδυσσέα τα χέρια'

               380  ἐκ δὲ καλεσσάμενος προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν:   μετά τη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, κι ως βγήκε αυτή, της είπε:
                    «Τηλέμαχος κέλεταί σε, περίφρων Εὐρύκλεια,   «Σου δίνει προσταγή ο Τηλέμαχος, Ευρύκλεια μυαλωμένη,
                    κληῖ̈σαι μεγάροιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας.   στο αρχονταρίκι τα καλάρμοστα πορτόφυλλα να κλείσεις.
                    ἢν δέ τις ἤ στοναχῆς ἠὲ κτύπου ἔνδον ἀκούσῃ   Κι αν απ᾿ τους άντρες βόγγο κάποια σας ακούσει για και βρόντο,
                    ἀνδρῶν ἡμετέροισιν ἐν ἕρκεσι, μή τι θύραζε   την ώρα που όλοι μέσα θα 'μαστε κλεισμένοι, από την πόρτα

               385  προβλώσκειν, ἀλλ᾿ αὐτοῦ ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ.»   να μην προβάλει, μόνο αμίλητη να κάνει τη δουλειά της.»
                    ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,   Είπε, κι ο λόγος του δεν έφυγε του κάκου᾿ τρέχει η βάγια
                    κλήϊσεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων.   και του αντρωνίτη δίχως άργητα του στέριου κλειεί την πόρτα.
                    σιγῇ δ᾿ ἐξ οἴκοιο Φιλοίτιος ἆλτο θύραζε,   Μαζί ο Φιλοίτιος όξω πήδηξε δίχως μιλιά απ᾿ το σπίτι
   261   262   263   264   265   266   267   268   269   270   271