Page 271 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 271
270
σμερδαλέα ἰάχων: ὁ δ᾿ ἁμαρτῆ δῖος Ὀδυσσεὺς με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας
ἰὸν ἀποπροίει, βάλε δὲ στῆθος παρὰ μαζόν, σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε᾿
ἐν δέ οἱ ἥπατι πῆξε θοὸν βέλος: ἐκ δ᾿ ἄρα χειρὸς κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι
φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι
85 κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα
καὶ δέπας ἀμφικύπελλον: ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ και το διπλόγουβο ποτήρι του κι αυτός ψυχομαχώντας
θυμῷ ἀνιάζων, ποσὶ δὲ θρόνον ἀμφοτέροισι πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια
λακτίζων ἐτίνασσε: κατ᾿ ὀφθαλμῶν δ᾿ ἔχυτ᾿ ἀχλύς. κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Ἀμφίνομος δ᾿ Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του
90 ἀντίος ἀί̈ξας, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ, κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα,
εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων. ἀλλ᾿ ἄρα μιν φθῆ την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη᾿ μα πρόφτασε από πίσω
Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν: μεσοπλατίς, κι αυτό του διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
δούπησεν δὲ πεσών, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω.
95 Τηλέμαχος δ᾿ ἀπόρουσε, λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος Μα το μακρόισκιωτο ο Τηλέμαχος δεν έβγαλε κοντάρι
αὐτοῦ ἐν Ἀμφινόμῳ: περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν απ᾿ τον Αμφίνομο, μον᾿ έφυγε, τι εσκιάχτη μήπως κάποιος,
ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε καθώς σκυμμένος το μακρόισκιωτο θ᾿ ανάσερνε κοντάρι,
φασγάνῳ ἀί̈ξας ἠὲ προπρηνέα τύψας. τον έκρουε με σπαθί για το 'μπήγε χιμώντας στο κορμί του.
βῆ δὲ θέειν, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, Κι ως το 'βαλε στα πόδια, βρέθηκε μεμιάς κοντά στον κύρη,
100 ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και στάθη πλάι του κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«ὦ πάτερ, ἤδη τοι σάκος οἴσω καὶ δύο δοῦρε Σκουτάρι θα σου φέρω, κύρη μου, και δυο κοντάρια τώρα,
καὶ κυνέην πάγχαλκον, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν κι ολόχαλκο, στα δυο μελίγγια σου που να ταιριάζει κράνος᾿
αὐτός τ᾿ ἀμφιβαλεῦμαι ἰών, δώσω δὲ συβώτῃ κι ατός μου θα φορέσω τ᾿ άρματα, και στο χοιροβοσκό μας
καὶ τῷ βουκόλῳ ἄλλα: τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον.» θα δώσω, κι άλλα στο βουκόλο μας᾿ καλά ν᾿ αρματωθούμε!»
105 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Τρεχάτος φέρτα, όσο μου βρίσκουνται σαγίτες, να κρατήσω᾿
«οἶσε θέων, ἧός μοι ἀμύνεσθαι πάρ᾿ ὀϊστοί, από την πόρτα μη με διώξουνε, σαν απομείνω μόνος.»
μή μ᾿ ἀποκινήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα.» Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο᾿
ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, τρέχει στην κάμαρα, κει που 'κρυβε τις ξακουστές του αρμάτες,
βῆ δ᾿ ἴμεναι θάλαμόνδ᾿, ὅθι οἱ κλυτὰ τεύχεα κεῖτο.
110 ἔνθεν τέσσαρα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, δούρατα δ᾿ ὀκτὼ και σήκωσε σκουτάρια τέσσερα, κι οχτώ κοντάρια πήρε,
καὶ πίσυρας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: κι ακόμα τέσσερα αλογόφουντα, χαλκοντυμένα κράνη,
βῆ δὲ φέρων, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, και κουβαλώντας τα στον κύρη του σε μια στιγμή ξανάρθε᾿
αὐτὸς δὲ πρώτιστα περὶ χροὶ̈ δύσετο χαλκόν: κι ατός του πρώτος πρώτος φόρεσε τη χάλκινη του αρμάτα᾿
ὣς δ᾿ αὔτως τὼ δμῶε δυέσθην τεύχεα καλά, μαζί κι οι δυο τους δούλοι τ᾿ άρματα ζώστηκαν τα πανώρια,
115 ἔσταν δ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην. και δίπλα στον πανούργο στάθηκαν, αντρόκαρδο Οδυσσέα.
αὐτὰρ ὅ γ᾿, ὄφρα μὲν αὐτῷ ἀμύνεσθαι ἔσαν ἰοί. Κι αυτός, σαγίτες όσο του 'μεναν, κρατιόταν και χτυπουσε
τόφρα μνηστήρων ἕνα γ᾿ αἰεὶ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ όλο κι από 'ναν απ᾿ τους νιούτσικους στο αρχοντικό του μέσα,
βάλλε τιτυσκόμενος: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον. σημάδι βάνοντας τον, κι έπεφταν απανωτοί οι μνηστήρες.
αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα, Μα σαν τις ξόδεψε όλες ρίχνοντας ο ρήγας τις σαγίτες,
120 τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο στης πόρτας, που 'βγαζε απ᾿ την κάμαρα, τον παραστάτη απάνω
ἔκλιν᾿ ἑστάμεναι, πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, το τόξο του έγειρε, στο λιόφωτο να στέκει τοίχο αντίκρυ᾿
αὐτὸς δ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, και πέρασε το τετραβόδινο στους ώμους του σκουτάρι,
κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, στο δυνατό κεφάλι φόρεσε το αλογουρίσιο κράνος,
ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν: το στέριο, κι από πάνω ανέμιζεν όλο φοβέρα η φούντα'