Page 276 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 276
275
εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν, ἀλλὰ θεοῖσιν μεγάλο λόγο μες στην τρέλα σου, μον᾿ στους θεούς μπιστεύου
μῦθον ἐπιτρέψαι, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι. το κάθε τι, γιατί ειν᾿ οι αθάνατοι πολύ τρανότεροι μας.
290 ἦ τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήϊον, ὅν ποτ᾿ ἔδωκας Δώρο είναι αυτό για το που χάρισες στον Οδυσσέα βοδίσιο
ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ δόμον κάτ᾿ ἀλητεύοντι.» ποδάρι, ως τριγυρνούσε ζήτουλας στο αρχοντικό του μέσα!»
ῥα βοῶν ἑλίκων ἐπιβουκόλος: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Είπε ο βουκόλος των στριφτόκερων βοδιών μετά ο Οδυσσέας
οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ. σιμάθε τον Αγέλαο πέτυχε με το μακρύ κοντάρι'
Τηλέμαχος δ᾿ Εὐηνορίδην Λειώκριτον οὖτα κι ο Λειώκριτος, ο γιος του Ευήνορα, χτυπήθη στο λαγγόνι
295 δουρὶ μέσον κενεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν: απ᾿ τον Τηλέμαχο, και χώθηκε βαθιά ο χαλκός στα σπλάχνα,
ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. κι ως πίστομα σωριάστη, βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα.
δὴ τότ᾿ Ἀθηναίη φθισίμβροτον αἰγίδ᾿ ἀνέσχεν Τότε η Αθηνά το ανθρωποφόνο της ψηλά σκουτάρι ασκώνει
ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς: τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν. απ᾿ τη στέγη, κι αυτών εσάλεψαν τα φρένα᾿ και σκόρπισαν
οἱ δ᾿ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον βόες ὣς ἀγελαῖαι: στο αρχονταρίκι μέσα τρέχοντας σαν κοπαδιού γελάδες,
300 τὰς μέν τ᾿ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν που τις ξιπάζει η μύγα, ακούραστα πετώντας γύρωθέ τους,
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾿ ἤματα μακρὰ πέλονται. καιρό της άνοιξης, σαν άρχισαν οι μέρες να μακραίνουν.
οἱ δ᾿ ὥς τ᾿ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι, Κι οι άλλοι, ως αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι,
ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ᾿ ὀρνίθεσσι θόρωσι: που σε πουλιά χιμούν, ξεκόβοντας απ᾿ τα βουνά, κι εκείνα
ταὶ μέν τ᾿ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται, τρέχουν να φύγουν απ᾿ τα σύγνεφα, να κατέβουν στον κάμπο'
305 οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ μα απ᾿ τους αγιούπες δε γλιτώνουνε, τι δεν μπορούν να φύγουν
γίγνεται οὐδὲ φυγή: χαίρουσι δέ τ᾿ ἀνέρες ἄγρῃ: μηδέ ν᾿ αντιφερθούν, και χαίρουνται μ᾿ έτοιο κυνήγι οι άνθρωποι
ὣς ἄρα τοὶ μνηστῆρας ἐπεσσύμενοι κατὰ δῶμα όμοια κι αυτοί με ορμή δεξόζερβα χτυπουσαν τους μνηστήρες
τύπτον ἐπιστροφάδην: τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ᾿ ἀεικὴς στο αρχονταρίκι᾿ κι ως τους άνοιγαν χτυπώντας τα κεφάλια,
κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι θῦε. βαρύς γρικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ᾿ το γαίμα.
310 λειώδης δ᾿ Ὀδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, Ο Λειώδης τότε εχύθη κι έπιασε τα γόνα του Οδυσσέα
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω!
ἐλέησον: Εγώ ποτέ μες στο παλάτι σου δεν πείραξα γυναίκα
οὐ γάρ πώ τινά φημι γυναικῶν ἐν μεγάροισιν με πράξη για με λόγο αταίριαστο, και τους μνηστήρες, όσοι
εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον: ἀλλὰ καὶ ἄλλους
315 παύεσκον μνηστῆρας, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. τέτοιες δουλειές έκαμαν άνομες, ζητούσα ν᾿ αντισκόψω.
ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι: Μα αυτοί δε μ᾿ άκουαν, από τ᾿ άδικο να τραβηχτούν, για τούτο
τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον. άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν απ᾿ τ᾿ άνομα τους έργα.
αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς Μα εγώ ήμουν μάντης στα θυμιάματα, και τώρα αθώος θα πέσω,
κείσομαι, ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ᾿ εὐεργέων:» τι αλήθεια το καλό που κάνουμε καμιά δε βρίσκει χάρη!»
320 τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: Αν στα θυμιάματα τους πέτεσαι πως σ᾿ είχαν μάντη αλήθεια,
«εἰ μὲν δὴ μετὰ τοῖσι θυοσκόος εὔχεαι εἶναι, πόσες φορές μες στα παλάτι μου θα ευκήθης δίχως άλλο
πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ἐν μεγάροισι να μη χαρώ ποτέ την όμορφη του γυρισμού μου μέρα,
τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος γλυκεροῖο γενέσθαι, κι έτσι να πάρεις τη γυναίκα μου, παιδιά να σου γεννήσει.
σοὶ δ᾿ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι:
325 τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.» Πως θες λοιπόν τον πικροθάνατο να τον γλιτώσεις τώρα;»
ὣς ἄρα φωνήσας ξίφος εἵλετο χειρὶ παχείῃ Αυτά είπε, κι από κάτω σήκωσε με το βαρύ του χέρι
κείμενον, ὅ ῥ᾿ Ἀγέλαος ἀποπροέηκε χαμᾶζε του Αγέλαου το σπαθί, που ως έπεφτε νεκρός εκείνος, του᾿ χε
κτεινόμενος: τῷ τόν γε κατ᾿ αὐχένα μέσσον ἔλασσε. φύγει απ᾿ το χέρι, και τον χτύπησε καταμεσίς στο σβέρκο,
φθεγγομένου δ᾿ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη. κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του.