Page 273 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 273

272




                    ἔρχεται ἐς θάλαμον: σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες,   τραβάει να πάει στη μέσα κάμαρα. Μα πες μου αλήθεια τώρα,
                    ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι,   αν τον νικήσω αντιπαλεύοντας, να τον σκοτώσω θέλεις,
                    ἦε σοὶ ἐνθάδ᾿ ἄγω, ἵν᾿ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ   για να στον φέρω εδώ, τις άμετρες μπροστά σου να πλερώσει
                    πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.»    τις ανομίες, που στο παλάτι σου σοφίστηκε να κάνει;»

               170  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Αλήθεια, εγώ με τον Τηλέμαχο τους αντρειανούς μνηστήρες
                    «ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς   στο αρχονταρίκι θα κρατήσουμε, με όση κι αν έχουν λύσσα.
                    σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας.   Και σεις οι δυο και χέρια στρίφτε του και πόδια, και σανίδα
                    σφῶϊ δ᾿ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν   πίσω του δέστε, και στην κάμαρα πετάτε τον δεμένο,
                    ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾿ ἐκδῆσαι ὄπισθε,

               175  σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε   και με τριχιά πλεμένη ζώστε τον, κι από την άλλην άκρη
                    κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,   στην αψηλή κολόνα συρτέ τον, να φτάσει ως τα δοκάρια,
                    ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:»   που ζωντανός πολληώρα μέτωρος φριχτά να τυραννιέται.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿   Είπε, κι αυτοί γρικώντας σύγκλιναν στο λόγο του, κι ως ήρθαν,
                    ἐπίθοντο,                              μέσα στην κάμαρα τον πέτυχαν, όμως ανένιωστά του'
                    βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα.

               175  σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε   Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος,
                    κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν,   στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿
                    ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:»   και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη,
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿   με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος,
                    ἐπίθοντο,                              στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας,
                    βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα.
               180  ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε᾿ ἐρεύνα,   Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος,
                    τὼ δ᾿ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε.   στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿
                    εὖθ᾿ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,   και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη,
                    τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν,   με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος,
                    τῇ δ᾿ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ,   στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας,

               185  Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε:    που το φορούσεν ο αντροδύναμος στα νιάτα του Λαέρτης,
                    δὴ τότε γ᾿ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων:   μα τώρα πεταμένο κοίτουνταν, με τις ραφές λυμένες —
                    τὼ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπαί̈ξανθ᾿ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω   χιμίξαν πάνω του, τον άρπαξαν κι απ᾿ τα μαλλιά τον σύραν
                    κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ,   μέσα ξανά, στη γη τον έριξαν τον πολυπικραμένο,
                    σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ   και με άγριο δέσιμο τον έδεσαν, τα χέρια και τα πόδια

               190  εὖ μάλ᾿ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν   σφιχτά σφιχτά ξωπίσω στρίβοντας, ως ήταν του Οδυσσέα,
                    υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:   του αρχοντικού, του πολυβάσανου γιου του Λαέρτη, η διάτα,
                    σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε   και με πλεχτή τριχιά τον έζωσαν, κι από την άλλην άκρη
                    κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι.   ως τα δοκάρια τον ανάσυραν στην αψηλή κολόνα.
                    τὸν δ᾿ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα:   Φώναξες τότε αναγελώντας τον, χοιροβοσκέ, και του 'πες:

               195                                         «Μια χαρά λέω τη νύχτα ολάκερη, Μελάνθιε, θα περάσεις
                    «νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις,   σε κλίνη μαλακιά πλαγιάζοντας, καθώς και σου ταιριάζει!
                    εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν:   Κι η πουρνογέννητη, χρυσόθρονη σα φτάσει Αυγή απ᾿ το ρέμα
                    οὐδέ σέ γ᾿ ἠριγένεια παρ᾿ Ὠκεανοῖο ῥοάων   του Ωκεανού, θα σε 'βρει ξάγρυπνο, την ώρα που τις γίδες
                    λήσει ἐπερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ᾿ ἀγινεῖς   πηγαίνεις στους μνηστήρες, να 'χουνε να τρων στο αρχοντικό
                    αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.»
                                                           μας.»

               200  ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ:   Έτσι τον αφήκαν, ανέσπλαχνα δεμένο, κρεμασμένο,
                    τὼ δ᾿ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν,   Κι αυτοί αρματώθηκαν, και κλείνοντας τη στραφταλούσα πόρτα
   268   269   270   271   272   273   274   275   276   277   278