Page 274 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 274

273




                    βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαί̈φρονα, ποικιλομήτην.   κίνησαν κι ήρθαν στο δολόπλοκο, τον αντρειανό Οδυσσέα.
                    ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ᾿ οὐδοῦ   Εκεί φωτιά γεμάτοι εστέκουνταν αντίκρυ — στο κατώφλι
                    τέσσαρες, οἱ δ᾿ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί.   οι τέσσερείς τους, και στην κάμαρα πολλοί κι αρχοντεμένοι.

               205                                         Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η
                    τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη,
                                                           κόρη,
                    Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
                                                           το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
                    τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε:
                                                           Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αυτά μιλώντας είπε:
                    «Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ᾿ ἑτάροιο φίλοιο,
                    ὅς σ᾿ ἀγαθὰ ῥέζεσκον: ὁμηλικίην δέ μοί ἐσσι.»    «Βόηθα μας, Μέντορα, στον κίντυνο! Τον ακριβό σου ακράνη,
                                                           το συνομήλικο, που σου 'καμα πολλά καλά, θυμήσου!»

               210  ὣς φάτ᾿, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν Ἀθήνην.   Αυτά είπε, κι ας ψυχανεμίζουνταν την Αθηνά Παλλάδα.
                    μνηστῆρες δ᾿ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι:   Μα κι οι μνηστήρες της εφώναζαν στο αρχονταρίκι μέσα᾿
                    πρῶτος τήν γ᾿ ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος:   κι ο Αγέλαος πρώτος τη φοβέρισεν, ο γιος του Δαμαστόρου:
                    «Μέντορ, μή σ᾿ ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς   «Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα,
                    μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ.   ν᾿ ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις!

               215  ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀί̈ω:   Άκου τι λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει:
                    ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ᾿ ἠδὲ καὶ υἱόν,   Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα,
                    ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς   θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα
                    ἔρδειν ἐν μεγάροις: σῷ δ᾿ αὐτοῦ κράατι τίσεις.   τέτοιες δουλειές᾿ με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα.
                    αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ,   Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου,

               220  κτήμαθ᾿ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾿ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι,   ό,τι στα ξώμερα σου βρίσκεται κι ό,τι στο σπίτι μέσα,
                    τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν: οὐδέ τοι υἷας   με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε᾿ και μες στο αρχοντικό σου
                    ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδέ θύγατρας   να ζουν οι γιοί σου δε θ᾿ αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες
                    οὐδ᾿ ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.»   να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης.»
                    ὣς φάτ᾿, Ἀθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον,   Είπε, και της Παλλάδας σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα,

               225  νείκεσσεν δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν:   και λόγια αγκιδωμένα πέταξε στον Οδυσσέα γυρνώντας:
                    «οὐκέτι σοί γ᾿, Ὀδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή  «Δεν έχεις πια, Οδυσσέα, τη δύναμη μηδέ και το κουράγιο,
                    οἵη ὅτ᾿ ἀμφ᾿ Ἑλένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ,   σαν τότε που τους Τρώες αδιάκοπα χρόνους εννιά πολέμας
                    εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί,   για την Ελένη την αρχόντισσα, τη χιονοβραχιονάτη, κι άντρες
                    πολλοὺς δ᾿ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,   στην άγρια μάχη εσκότωνες πολλούς, κι ήταν δικιά σου βουλή,

               230  σῇ δ᾿ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια.   το κάστρο το πλατύδρομο που επάρθη του Πριάμου.
                    πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν τε δόμον καὶ κτήμαθ᾿ ἱκάνεις,   Τώρα στο σπίτι σου, στα πλούτη σου φτασμένος τι θρηνιέσαι
                    ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι;   μπρος στους μνηστήρες; Δεν μπιστεύεσαι στην αντριγιά σου τάχα;
                    ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾿ ἔμ᾿ ἵστασο καὶ ἴδε   Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώρειε τι θα κάμω,
                    ἔργον,                                 για να κατέχεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, τις χάρες
                    ὄφρ᾿ εἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσιν
               235  Μέντωρ Ἀλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.»   που του 'χουν κάμει στους αντίμαχους μπροστά τις ξεπλερώνει!»
                    ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην,   Αυτά είπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα,
                    ἀλλ᾿ ἔτ᾿ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν   τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρεία η Παλλάδα
                    ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ᾿ υἱοῦ κυδαλίμοιο.     και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του.
                    αὐτὴ δ᾿ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον   Γι αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο

               240  ἕζετ᾿ ἀναί̈ξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην.   Δοκάρι της στέγης πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω.
                    μνηστῆρας δ᾿ ὤτρυνε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος,   Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του Δαμαστόρου
                    Εὐρύνομός τε καὶ Ἀμφιμέδων Δημοπτόλεμός τε,   κι ο Ευρύνομος κι ο Δημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο
                    Πείσανδρός τε Πολυκτορίδης Πόλυβός τε δαί̈φρων:   του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος᾿
                    οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι,   τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ᾿ τους μνηστήρες όλους,
   269   270   271   272   273   274   275   276   277   278   279