Page 278 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 278

277




                    ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ,   για να κατέχεις πια στα φρένα σου, να 'χεις να λες και σ᾿ όλλους,
                    ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾿ ἀμείνων.   παρά κακό πόσο καλύτερο να κάνεις καλοσύνες.

               375  ἀλλ᾿ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε   Μα τώρα στην αυλή να κάτσετε, κι εσύ κι ο φουμισμένος
                    ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός,   τραγουδιστής, μακριά απ᾿ τα γαίματα κι από το αρχονταρίκι,
                    ὄφρ᾿ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.»    ως να τελέψω μες στο σπίτι μου το που 'ναι χρεία να γένει.»
                    ὣς φάτο, τὼ δ᾿ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε,   Είπε, κι αυτοί κινώντας γρήγορα το αρχονταρίκι αφήκαν
                    ἑζέσθην δ᾿ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν,   και στου τρανού του Δία καθίσανε πλάι το βωμό, κι ολούθε

               380  πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί.   τα μάτια γύριζαν, προσμένοντας κάθε στιγμή το Χάρο.
                    πάπτηνεν δ᾿ Ὀδυσεὺς καθ᾿ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ᾿   Μα κι ο Οδυσσέας τα μάτια εγύριζε στο αρχονταρίκι ολούθε,
                    ἀνδρῶν                                 κανένας ζωντανός μην κρύβουνταν, του Χάρου να γλιτώσει.
                    ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.   Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες
                    τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι   πεσμένους πλήθος, ψάρια θα 'λεγες που τα 'συραν ψαράδες
                    πεπτεῶτας πολλούς, ὥστ᾿ ἰχθύας, οὕς θ᾿ ἁλιῆες

               385  κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης   στο βαθουλό γιαλό απ᾿ τη θάλασσα την αφροκυματούσα
                    δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ: οἱ δέ τε πάντες   μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τα 'ριξαν στον άμμο'
                    κύμαθ᾿ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται:   κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πελάγου το κύμα λαχταρούνε,
                    τῶν μέν τ᾿ Ἠέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν:   ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει.
                    ὣς τότ᾿ ἄρα μνηστῆρες ἐπ᾿ ἀλλήλοισι κέχυντο.   Παρόμοια κι οι μνηστήρες κοίτουνταν ο ένας απά στον άλλο.

               390  δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:   Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος μιλώντας στον υγιό του:
                    «Τηλέμαχ᾿, εἰ δ᾿ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν   «Τη βάγια την Ευρύκλεια κράξε μου, Τηλέμαχε, εδώ πέρα'
                    Εὐρύκλειαν,                            κάτι έχω να της πω, που μέσα μου πολύ το συλλογιέμαι.»
                    ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.»   Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο,
                    ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,   κι αυτά στη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, χτυπώντας της την πόρτα:
                    κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν:

               395  «δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηὺ̈ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν   «Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες
                    δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ᾿ ἡμετεράων:   γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια να 'ρθεις μέσα'
                    ἔρχεο: κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.»   σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.»
                    ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος,   Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾿ ανέμου'
                    ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων,   βγηκεν η βάγια απ᾿ του καλόφτιαστου την πόρτα γυναικίτη

               400  βῆ δ᾿ ἴμεν: αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾿ ἡγεμόνευεν.   και τράβηξε, με τον Τηλέμαχο μπροστά, στο αρχονταρίκι.
                    εὗρεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν,   Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα
                    αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥστε λέοντα,   στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο — σαν το λιόντα,
                    ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο:   που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι
                    πᾶν δ᾿ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾿ ἀμφοτέρωθεν   το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα

               405  αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾿ εἰς ὦπα ἰδέσθαι:   λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλύει η τρομάρα.
                    ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν.   Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια.
                    ἡ δ᾿ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον εἴσιδεν αἷμα,   Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα,
                    ἴθυσέν ῥ᾿ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα εἴσιδεν ἔργον:   τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει
                    ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ,   από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της,

               410  καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της:
                    «ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾿ ὀλόλυζε:   «Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις'
                    οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾿ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι.   δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!
                    τούσδε δὲ μοῖρ᾿ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα:   Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ᾿ άνομά τους έργα
                    οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,   τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾿ τους ανθρώπους
   273   274   275   276   277   278   279   280   281   282   283