Page 275 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 275
274
245 ὅσσοι ἔτ᾿ ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο: όσοι 'ταν ζωντανοί και πάλευαν για τη ζωή τους τώρα.
τοὺς δ᾿ ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί. Οι άλλοι νεκροί απ᾿ το τόξο εκοίτουνταν και τις πολλές σαγίτες.
τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα:
πιφαύσκων: «Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα γοργά θα παραλύσουν
«ὦ φίλοι, ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους: του 'φυγε ο Μέντορας᾿ παινέματα μονάχα κούφια του 'πε,
καὶ δή οἱ Μέντωρ μὲν ἔβη κενὰ εὔγματα εἰπών,
250 οἱ δ᾿ οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι. κι αυτοί ξανά απόμειναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι.
τῷ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά, Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα'
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿ οἱ ἓξ πρῶτον ἀκοντίσατ᾿, αἴ κέ ποθι Ζεὺς σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο Δίας να δώσει
δώῃ Ὀδυσσῆα βλῆσθαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι. τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος'
τῶν δ᾿ ἄλλων οὐ κῆδος, ἐπὴν οὗτός γε πέσῃσιν.» για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!»
255 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὡς ἐκέλευεν, Αυτά είπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει,
ἱέμενοι: τὰ δὲ πάντα ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη, με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστράτισαν όλα'
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη,
βεβλήκει, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο,
ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο.
260 αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δούρατ᾿ ἀλεύαντο μνηστήρων, Κι ως έτσι απ᾿ των μνηστήρων γλίτωσαν τις κονταριές εκείνοι,
τοῖς δ᾿ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
«ὦ φίλοι, ἤδη μέν κεν ἐγὼν εἴποιμι καὶ ἄμμι «Φίλοι, η σειρά μας ήρθε! Θα 'λεγα στο πλήθος των μνηστήρων
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκοντίσαι, οἳ μεμάασιν τώρα κι εμείς να κονταρέψουμε, που να μας θανατώσουν
ἡμέας ἐξεναρίξαι ἐπὶ προτέροισι κακοῖσιν.» αραθυμούν, σαν να μην έφταναν οι τόσες αδικίες τους.»
265 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα Αυτά είπε, κι όλοι, σημαδεύοντας, τους ρίξαν τα κοντάρια'
ἄντα τιτυσκόμενοι: Δημοπτόλεμον μὲν Ὀδυσσεύς, νεκρός σωριάστη ο Δημοπτόλεμος απ᾿ του Οδυσσέα το χέρι,
Εὐρυάδην δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος, Ἔλατον δὲ συβώτης, κι ο γιος του τον Ευρυάδη σκότωσε, τον Πείσαντρο ο βουκόλος
Πείσανδρον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπεφνε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ. Φιλοίτιος, κι ο Έλατος χτυπήθηκεν απ᾿ του Εύμαιου το κοντάρι.
οἱ μὲν ἔπειθ᾿ ἅμα πάντες ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας, Κι ως όλοι αυτοί τη γης την άμετρη δάγκωσαν κι οι μνηστήρες
270 μνηστῆρες δ᾿ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε: πισωποδίζοντας εστάθηκαν στο βάθος του αντρωνίτη,
τοὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπήϊξαν, νεκύων δ᾿ ἐξ ἔγχε᾿ ἕλοντο. οι άλλοι, χιμώντας, τα κοντάρια τους απ᾿ τούς νεκρούς τράβηξαν.
αὖτις δὲ μνηστῆρες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα Ξανά οι μνηστήρες ρίξαν πάνω τους με σουβλερά κοντάρια,
ἱέμενοι: τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη. τα πιότερα όμως τα ξεστράτισε της Αθηνάς το χέρι'
τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη,
275 βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο,
ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο'
Ἀμφιμέδων δ᾿ ἄρα Τηλέμαχον βάλε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ μα απ᾿ το κοντάρι του Αμφιμέδοντα στο χεραρμό χτυπήθη
λίγδην, ἄκρον δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός. ξυστά ο Τηλέμαχος, και ξώσαρκα του γδάρθηκε το δέρμα.
Κτήσιππος δ᾿ Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ Κι ο νώμος του Εύμαιου με του Χτήσιππου χαράχτη το κοντάρι,
280 ὦμον ἐπέγραψεν: τὸ δ᾿ ὑπέρπτατο, πῖπτε δ᾿ ἔραζε. που διάβη πάνω απ᾿ το σκουτάρι του, πριν πέσει απά στο χώμα.
τοὶ δ᾿ αὖτ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην, Κι εκείνοι, γύρω απ᾿ τον πολύβουλο, τον αντρειανό Οδυσσέα,
μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα. στο πλήθος των μνηστήρων έριξαν ο καστροπολεμάρχος
ἔνθ᾿ αὖτ᾿ Εὐρυδάμαντα βάλε πτολίπορθος βρήκε Οδυσσέας τον Ευρυδάμαντα, κι ο θείος χοιροβοσκός του
Ὀδυσσεύς, βρήκε τον Πόλυβο᾿ ο Τηλέμαχος ο γιος του πάλε βρήκε
Ἀμφιμέδοντα δὲ Τηλέμαχος, Πόλυβον δὲ συβώτης:
285 Κτήσιππον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνὴρ τον Αμφιμέδοντα, και πέτυχε το Χτήσιππο ο βουκόλος
βεβλήκει πρὸς στῆθος, ἐπευχόμενος δὲ προσηύδα: κατάστηθα, και, καμαρώνοντας αυτά τα λόγια του 'πε:
«ὦ Πολυθερσεί̈δη φιλοκέρτομε, μή ποτε πάμπαν «Υγιέ του Πολυθέρση, πια άλλοτε μη βγάλεις, αναμπαίχτη,