Page 267 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 267

266




                    κλήϊσεν δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα θύρας εὐερκέος αὐλῆς.   και της αυλής της γυροτείχιστης μαντάλωσε τις πόρτες'
               390  κεῖτο δ᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ ὅπλον νεὸς ἀμφιελίσσης   και με κανάβινο ως τις έδεσε σκοινί, που στο χαγιάτι
                    βύβλινον, ᾧ ῥ᾿ ἐπέδησε θύρας, ἐς δ᾿ ἤϊεν αὐτός:   βρήκε από πλοίο γερακομύτικο, στον αντρωνίτη μπήκε
                    ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη,   και στο σκαμνί, ούθε ασκώθη, κάθισε ξανά, τον Οδυσσέα
                    εἰσορόων Ὀδυσῆα. ὁ δ᾿ ἤδη τόξον ἐνώμα   κοιτάζοντας. Κι αυτός γυρόφερνε μια δω, μια κει το τόξο
                    πάντη ἀναστρωφῶν, πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα,   κι απ᾿ όλες τις μεριές το ξέταζε, τα κερατά του ο σκόρος
               395  μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν ἀποιχομένοιο ἄνακτος.   μην είχε φάει τυχόν, ο αφέντης του σα χρόνιζε στα ξένα.
                    ὧδε τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον:   Κι οι άλλοι μιλούσαν, ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
                    «ἦ τις θηητὴρ καὶ ἐπίκλοπος ἔπλετο τόξων:   «Πως το κοιτάζει έτσι παράξενα᾿ κάτι σκαρώνει πάλε!
                    ἤ ῥά νύ που τοιαῦτα καὶ αὐτῷ οἴκοθι κεῖται   Θα 'χει κι αυτός μαθές στο σπίτι του δοξάρια σαν και τούτο,
                    ἢ ὅ γ᾿ ἐφορμᾶται ποιησέμεν, ὡς ἐνὶ χερσὶ   για και να φτιάξει διαλογίζεται! Για δες τον πως ολούθε

               400  νωμᾷ ἔνθα καὶ ἔνθα κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης.»    το γυροφέρνει ο κακορίζικος, χαμένος διακονιάρης!»
                    ἄλλος δ᾿ αὖ εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:   Και λέγαν άλλοι από τους νιούτσικους τους φαντασμένους τέτοια:
                    «αἲ γὰρ δὴ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν   «Τόσο καλό να ιδεί κι αργότερα τούτος εδώ, μακάρι,
                    ὡς οὗτός ποτε τοῦτο δυνήσεται ἐντανύσασθαι.»   όσο μαθές θα βρει τη δύναμη το τόξο να τανύσει!»
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφαν μνηστῆρες: ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,   Έτσι μιλούσαν ο πολύβουλος στο μεταξύ Οδυσσέας,

               405  αὐτίκ᾿ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντη,   το μέγα του δοξάρι ως φούχτωσε και το 'δε ολούθε γύρα,
                    ὡς ὅτ᾿ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς   σαν τραγουδάρης, που᾿ ναι η τέχνη του να παίζει την κιθάρα
                    ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,   και δένει από τις δυο τις άκρες της αρνιού στριμμένη κόρδα
                    ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,   και στο καινούργιο της την τάνυσε στριφτάρι δίχως κόπο,
                    ὣς ἄρ᾿ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον   όμοια ο Οδυσσέας ετάνυσε εύκολα το μέγα του δοξάρι'
                    Ὀδυσσεύς.

               410  δεξιτερῇ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς:   μετά την κόρδα του δοκίμασε με το δεξιό του χέρι,
                    ἡ δ᾿ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.   κι εκείνη αχό γλυκόν ανάδωκε, σα να 'ταν χελιδόνα.
                    μνηστῆρσιν δ᾿ ἄρ᾿ ἄχος γένετο μέγα, πᾶσι δ᾿ ἄρα   Αγκούσα τους μνηστήρες πλάκωσε και χλώμιασε η θωριά τους'
                    χρὼς                                   κι ο Δίας βαριά ψηλάθε βρόντηξε, για τους θνητούς σημάδι'
                    ἐτράπετο: Ζεὺς δὲ μεγάλ᾿ ἔκτυπε σήματα φαίνων:   κι ο αρχοντογέννητος, πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,
                    γήθησέν τ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς.

               415  ὅττι ῥά οἱ τέρας ἧκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω:   που ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου σημάδι του 'χε στείλει,
                    εἵλετο δ᾿ ὠκὺν ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ   και τη σαγίτα αρπάει, που δίπλα του βρισκόταν στο τραπέζι
                    γυμνός: τοὶ δ᾿ ἄλλοι κοίλης ἔντοσθε φαρέτρης   γυμνή᾿ τι οι επίλοιπες απόμεναν στο σαϊτολόγο ακόμα —
                    κείατο, τῶν τάχ᾿ ἔμελλον Ἀχαιοὶ πειρήσεσθαι.   κι αυτές σε λίγο θα τις ένιωθαν οι Αργίτες στο κορμί τους'
                    τόν ῥ᾿ ἐπὶ πήχει ἑλὼν ἕλκεν νευρὴν γλυφίδας τε,   κι ως το δοξάρι του μεσόπιασε, χορδή κι αγκίδια σέρνει,

               420  αὐτόθεν ἐκ δίφροιο καθήμενος, ἧκε δ᾿ ὀϊστὸν   κι απ᾿ το θρονί του, σημαδεύοντας γραμμή μπροστά, τη ρίχνει
                    ἄντα τιτυσκόμενος, πελέκεων δ᾿ οὐκ ἤμβροτε   καθούμενος᾿ κι ουτ᾿ ένα ξέσφαλε πελέκι, από την πρώτη
                    πάντων                                 τρύπα περνώντας, η χαλκόβαρη σαγίτα, μον᾿ τα διάβη
                    πρώτης στειλειῆς, διὰ δ᾿ ἀμπερὲς ἦλθε θύραζε   μιαν άκρη ως άλλη᾿ στον Τηλέμαχο μιλούσε τότε εκείνος:
                    ἰὸς χαλκοβαρής: ὁ δὲ Τηλέμαχον προσέειπε:   «Δε σε ντροπιάζει ο ξένος, σπίτι σου, Τηλέμαχε, που εδέχτης'
                    «Τηλέμαχ᾿, οὔ σ᾿ ὁ ξεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει

               425  ἥμενος, οὐδέ τι τοῦ σκοποῦ ἤμβροτον οὐδέ τι τόξον   δεν τον έλάθεψα το στόχο μου, κι ουδέ και το δοξάρι
                    δὴν ἔκαμον τανύων: ἔτι μοι μένος ἔμπεδόν ἐστιν,   να το τανύσω βασανίστηκα᾿ το λέει η καρδιά μου ακόμα!
                    οὐχ ὥς με μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται.   Την καταφρόνια δεν την άξιζα που μου 'χαν οι μνηστήρες.
                    νῦν δ᾿ ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι   Ωστόσο είναι ώρα να συντάξουμε και δείπνο στους Αργίτες,
                    ἐν φάει, αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι   όσο που φέγγει, και ξεφάντωση να γίνει με τραγούδι
   262   263   264   265   266   267   268   269   270   271   272