Page 253 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 253
252
210 εἷσ᾿ ἔτι τυτθὸν ἐόντα Κεφαλλήνων ἐνὶ δήμῳ. να πιστατώ στα βόδια μ᾿ έβαλε, στη γη των Κεφαλλήνων.
νῦν δ᾿ αἱ μὲν γίγνονται ἀθέσφατοι, οὐδέ κεν ἄλλως Τώρα οι γελάδες του πια χίλιασαν — σα στάχια᾿ να βγοδώνουν
ἀνδρί γ᾿ ὑποσταχύοιτο βοῶν γένος εὐρυμετώπων: τα φαρδιοκούτελα γελάδια του κανείς δεν είδα τόσο.
τὰς δ᾿ ἄλλοι με κέλονται ἀγινέμεναί σφισιν αὐτοῖς Μα άνθρωποι ξένοι με προστάζουνε να τους τα φέρνω, να 'χουν
ἔδμεναι: οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν, να τρων αυτοί, και μες στο σπίτι του το γιο του δεν ψηφάνε,
215 οὐδ᾿ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν: μεμάασι γὰρ ἤδη και δίχως των θεών την όργητα να τρέμουν, λογαριάζουν
κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος. να μοιραστούν το βιος του ρήγα μου, που χρόνια᾿ στα ξένα.
αὐτὰρ ἐμοὶ τόδε θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι Και μένα ο νους γυρίζει αδιάκοπα και κυκλοφέρνει πάντα
πόλλ᾿ ἐπιδινεῖται: μάλα μὲν κακὸν υἷος ἐόντος στη σκέψη αυτή: με τις γελάδες μου να φύγω γ᾿ άλλους τόπους,
ἄλλων δῆμον ἱκέσθαι ἰόντ᾿ αὐτῇσι βόεσσιν, σε ανθρώπους ξένους; τέτοιο φέρσιμο κακό 'ναι, τι έχει μείνει
220 ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς: τὸ δὲ ῥίγιον, αὖθι μένοντα ξοπίσω ο γιος του, μα χειρότερο εδώ πέρα να κρατιέμαι
βουσὶν ἐπ᾿ ἀλλοτρίῃσι καθήμενον ἄλγεα πάσχειν. και για γελάδια που άλλοι χαίρουνται να τυραννιέμαι τόσο.
καί κεν δὴ πάλαι ἄλλον ὑπερμενέων βασιλήων Από καιρό φευγάτος θα 'μουνα, να βρω κι εγώ αποκούμπι
ἐξικόμην φεύγων, ἐπεὶ οὐκέτ᾿ ἀνεκτὰ πέλονται: σε κάποιον άλλο ρήγα πέρφανο, τι αυτά πια δε βαστιούνται
ἀλλ᾿ ἔτι τὸν δύστηνον ὀί̈ομαι, εἴ ποθεν ἐλθὼν μα συλλογιέμαι αυτόν τον άμοιρο, μπας και φάνε από κάπου
225 ἀνδρῶν μνηστήρων σκέδασιν κατὰ δώματα θείῃ.» και διασκορπίσει απ᾿ το παλάτι του τους αντριανούς μνηστήρες.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Oδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε φαίνεσαι, βουκόλα
«βουκόλ᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας, το βλέπω τώρα και μονάχος μου πως είσαι μυαλωμένος.
γιγνώσκω δὲ καὶ αὐτὸς ὅ τοι πινυτὴ φρένας ἵκει, Μα άκου τα λόγια μου, που απάνω τους όρκο τρανό θα δώσω:
τοὔνεκά τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι:
230 ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα θεῶν ξενίη τε τράπεζα Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλίας η τάβλα
ἱστίη τ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω, και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτει εμέ τον ξένο΄
ἦ σέθεν ἐνθάδ᾿ ἐόντος ἐλεύσεται οἴκαδ᾿ Ὀδυσσεύς: τον Οδυσσέα θα ιδείς στο σπίτι του, πριν φύγεις, να διαγέρνει,
σοῖσιν δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἐπόψεαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα, και τους μνηστήρες με τα μάτια σου, σα θέλεις, θ᾿ αντικρίσεις
κτεινομένους μνηστῆρας, οἳ ἐνθάδε κοιρανέουσιν.» μες στο παλάτι να σκοτώνουνται, που τώρα το αφεντεύουν.»
235 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ: Κι ο αγελαδάρης τότε μίλησε και του αποκρίθη κι είπε:
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τελέσειε Κρονίων: «Ξένε, σωστό το λόγο σου άμποτε να βγάλη ο γιος του Κρόνου'
γνοίης χ᾿ οἵη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται.» τη δύναμη μου τότε θα 'βλεπες και πως με ακούν τα χέρια!»
ὣς δ᾿ αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι Παρόμοια κι ο Εύμαιος τους αθάνατους ανακαλιόταν όλους,
νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε. το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να ιδεί να φτάνει τέλος.
240 ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι, κι ίδιαν ώρα
μνηστῆρες δ᾿ ἄρα Τηλεμάχῳ θάνατόν τε μόρον τε το φόνο έκλωθαν του Τηλέμαχου και το χαμό οι μνηστήρες.
ἤρτυον: αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀριστερὸς ἤλυθεν ὄρνις, Ξάφνου σημάδι απ᾿ όρνιο πρόβαλεν απ᾿ το ζερβί τους χέρι,
αἰετὸς ὑψιπέτης, ἔχε δὲ τρήρωνα πέλειαν. αιτός αψηλοπέτης, που 'σφιγγε στα νύχια περιστέρα.
τοῖσιν δ᾿ Ἀμφίνομος ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν: Το λόγο πήρε τότε ο Αμφίνομος αναμεσό τους κι είπε:
245 «ὦ φίλοι, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή, «Φίλοι μου, αυτό στο νου που βάλαμε καλό δεν παίρνει δρόμο,
Τηλεμάχοιο φόνος: ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός.» λέω του Τηλέμαχου το θάνατο᾿ καιρός να φάμε ωστόσο!»
ὣς ἔφατ᾿ Ἀμφίνομος, τοῖσιν δ᾿ ἐπιήνδανε μῦθος. Αυτά είπε ο Αμφίνομος, και σύγκλιναν στα λόγια του οι μνηστήρες'
ἐλθόντες δ᾿ ἐς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο κι ως στου Οδυσσέα του αρχοντογέννητου το σπίτι μέσα μπήκαν
χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε, κι άφηκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,
250 οἱ δ᾿ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας, πήραν τρανά κριάρια κι έσφαζαν, καλοθρεμμένες γίδες,
ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην: χοίρους παχιούς και μια που διάλεξαν γελάδα απ᾿ το κοπάδι.
σπλάγχνα δ᾿ ἄρ᾿ ὀπτήσαντες ἐνώμων, ἐν δέ τε οἶνον Τα σπλάχνα έψησαν, κι ως τα μοίρασαν, συγκέρνααν το κρασί
κρητῆρσιν κερόωντο: κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης. τους