Page 211 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 211

210




               170  ἀλλ᾿ ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην καὶ ἐπήλυθε μῆλα   Η ώρα για γιόμα ωστόσο σήμανε, κι απ᾿ τα χωράφια ολούθε
                    πάντοθεν ἐξ ἀγρῶν, οἱ δ᾿ ἤγαγον οἳ τὸ πάρος περ,   εκείνοι πάντα που τα γνοιάζουνταν τα ζα λαλούσαν πίσω.
                    καὶ τότε δή σφιν ἔειπε Μέδων: ὃς γάρ ῥα μάλιστα   Τότε τους μίλησεν ο Μέδοντας, τι από τους κράχτες τούτος
                    ἥνδανε κηρύκων, καὶ σφιν παρεγίγνετο δαιτί:   τους άρεσε και τους παράστεκε, σαν κάθουνταν στην τάβλα:
                    «κοῦροι, ἐπεὶ δὴ πάντες ἐτέρφθητε φρέν᾿ ἀέθλοις,   «Άγουροι, αφού συνεριστήκατε και φράδηκε η καρδιά σας,

               175  ἔρχεσθε πρὸς δώμαθ᾿, ἵν᾿ ἐντυνώμεθα δαῖτα:   το γιόμα τώρα να συντάξουμε στο σπίτι μέσα ελάτε᾿
                    οὐ μὲν γάρ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι.»   στην ώρα πάνω δέν είναι άσκημο να βρεις να γιοματίσεις.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἀνστάντες ἔβαν πείθοντό τε μύθῳ.   Είπε, και σύγκλιναν στα λόγια του κι ασκώθηκαν να φύγουν
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας,   και στο παλάτι μόλις έφτασαν το αρχοντοκαμωμένο
                    χλαίνας μὲν κατέθεντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε,   κι αφήκαν πάνω στα καθίσματα τις χλαίνες που φορούσαν,

               180                                         πήραν τρανά κριάρια κι έσφαζαν, καλοθρεμμένες γίδες,
                    οἱ δ᾿ ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας,   χοίρους παχιούς και μια που διάλεξαν γελάδα απ᾿ το κοπάδι,
                    ἵρευον δὲ σύας σιάλους καὶ βοῦν ἀγελαίην,   το γιόμα να συντάξουν θέλοντας. Ωστόσο κι ο Οδυσσέας
                    δαῖτ᾿ ἐντυνόμενοι. τοὶ δ᾿ ἐξ ἀγροῖο πόλινδε   κι ο θείος χοιροβοσκάς στα ξώμερα κινούσαν για τη χώρα.
                    ὠτρύνοντ᾿ Ὀδυσεύς τ᾿ ἰέναι καὶ δῖος ὑφορβός.   Γυρνώντας ο Εύμαιος τότε μίλησε, στους δούλους μέσα ο
                    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρῶν:
                                                           πρώτος:

               185  «ξεῖν᾿, ἐπεὶ ἂρ δὴ ἔπειτα πόλινδ᾿ ἰέναι μενεαίνεις   «Έτσι λοιπόν, στη χώρα, ξένε μου, να πας ποθεί η καρδιά σου,
                    σήμερον, ὡς ἐπέτελλεν ἄναξ ἐμός--ἦ σ᾿ ἂν ἐγώ γε   σήμερα ακόμα; Αυτό με πρόσταξε κι ο αφέντης μου, κι ωστόσο
                    αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι:   κάλλιο θα το 'χα εγώ να σ᾿ άφηνα να μας φυλάς τη μάντρα.
                    ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια, μή μοι ὀπίσσω   Μα τον φοβούμαι και τον σέβουμαι᾿ μπορεί μετά μαζί μου
                    νεικείῃ: χαλεπαὶ δέ τ᾿ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί--   να ξοργιστεί, κι είναι το μάλωμα βαρύ των αφεντάδων.

               190  ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἴομεν: δὴ γὰρ μέμβλωκε μάλιστα   Μον᾿ έλα τώρα, δρόμο ας πάρουμε᾿ πια έχει τσακίσει η μέρα,
                    ἦμαρ, ἀτὰρ τάχα τοι ποτὶ ἕσπερα ῥίγιον ἔσται.»   κι αν μας επρόφταινε το σούρουπο, φοβούμαι, θα κρυώσεις.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Κι εγώ το ξέρω, το κατάλαβα, νογώ την προσταγή σου,
                    «γιγνώσκω, φρονέω: τά γε δὴ νοέοντι κελεύεις.   μονάχα ας ξεκινάμε, κι άνοιγε το δρόμο εσύ μπροστά μου.
                    ἀλλ᾿ ἴομεν, σὺ δ᾿ ἔπειτα διαμπερὲς ἡγεμόνευε.

               195  δὸς δέ μοι, εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστίν,   Κι ένα στειλιάρι δωσ᾿ μου, αν σου 'τυχε να 'χεις κομμένο κάπου,
                    σκηρίπτεσθ᾿, ἐπεὶ ἦ φατ᾿ ἀρισφαλέ᾿ ἔμμεναι οὐδόν.»   για ν᾿ ακουμπώ, γιατί είναι, λέγατε, κακόβολος ο δρόμος.»
                    ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἀεικέα βάλλετο πήρην,   Είπε, και πέρασε στους ώμους του το βρώμικο σακούλι,
                    πυκνὰ ῥωγαλέην: ἐν δὲ στρόφος ἦεν ἀορτήρ:   που ήταν ολότρυπο και κρέμουνταν από σκοινί, κι ως πήρε
                    Εὔμαιος δ᾿ ἄρα οἱ σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκε.   ραβδί απ᾿ τον Εύμαιο που τον βόλευε, κινούσαν για τη χώρα,

               200  τὼ βήτην, σταθμὸν δὲ κύνες καὶ βώτορες ἄνδρες   κι οι άλλοι βοσκοί κι οι σκύλοι απόμεναν για να φυλάν τη μάντρα.
                    ῥύατ᾿ ὄπισθε μένοντες: ὁ δ᾿ ἐς πόλιν ἦγεν ἄνακτα   Οδηγημένος απ᾿ το δούλο του τραβούσε ο ρήγας, κι είχε
                    πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι,   την όψη ψωμοζήτη, γέροντα και λεροφορεμένου,
                    σκηπτόμενον: τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροὶ̈ εἵματα ἕστο.    και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ στείχοντες ὁδὸν κάτα παιπαλόεσσαν   Το κακοτράχαλο ως κατέβηκαν στρατί κι είχαν σιμώσει

               205  ἄστεος ἐγγὺς ἔσαν καὶ ἐπὶ κρήνην ἀφίκοντο   στη χώρα πια, στη βρύση φτάνοντας την ομορφοχτισμένη,
                    τυκτὴν καλλίροον, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται,   τη γάργαρη, ουθέ ο κόσμος έπινε νερό — την είχαν χτίσει
                    τὴν ποίησ᾿ Ἴθακος καὶ Νήριτος ἠδὲ Πολύκτωρ:   ο Ίθακος, λένε, κι ο Πολύχτορας κι ο Νήριτος᾿ τρογύρα
                    ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος,   δάσο ιερό από λευκές φύτρωνε νερόχαρες, που έκαναν
                    πάντοσε κυκλοτερές, κατὰ δὲ ψυχρὸν ῥέεν ὕδωρ   κύκλο σωστό, και κάτω κρούσταλλα χύνονταν τα νερά της

               210  ὑψόθεν ἐκ πέτρης: βωμὸς δ᾿ ἐφύπερθε τέτυκτο   ψηλά από το γκρεμό, κι υψώνουνταν βωμός κατάκορφά του
                    νυμφάων, ὅθι πάντες ἐπιρρέζεσκον ὁδῖται:   στις Νεροκόρες, όσοι διάβαιναν θυσία να τους προσφέρνουν —
                    ἔνθα σφέας ἐκίχαν᾿ υἱὸς Δολίοιο Μελανθεὺς   εκεί ο Μελάνθιος τους αντάμωσε με δυο βοσκούς μαζί του,
   206   207   208   209   210   211   212   213   214   215   216