Page 207 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 207

206





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ρ-



               -    ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
               17-   δὴ τότ᾿ ἔπειθ᾿ ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα   κάτω απ᾿ τα πόδια του ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα
                    Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,   ο γιος, επέρασε τα σάνταλα τα καλοκαμωμένα,
                    εἵλετο δ᾿ ἄλκιμον ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει,   κι ως το γερό κοντάρι εφούχτωσε, που του 'ρχονταν στο χέρι,

               5    ἄστυδε ἱέμενος, καὶ ἑὸν προσέειπε συβώτην:   στον Εύμαιο γύρισε και μίλησε, κινώντας για τη χώρα:
                    «ἄττ᾿, ἦ τοι μὲν ἐγὼν εἶμ᾿ ἐς πόλιν, ὄφρα με μήτηρ   «Παππουλη, εγώ στη χώρα, η μάνα μου για να με δει, πηγαίνω'
                    ὄψεται: οὐ γάρ μιν πρόσθεν παύσεσθαι ὀί̈ω   δεν το φαντάζουμαι πρωτύτερα να πάψει να χτυπιέται
                    κλαυθμοῦ τε στυγεροῖο γόοιό τε δακρυόεντος,   και να στενάζει και να γόζεται πικρά, τον ίδιο εμένα
                    πρίν γ᾿ αὐτόν με ἴδηται: ἀτὰρ σοί γ᾿ ὧδ᾿ ἐπιτέλλω.   πριν δει αντικρύ της᾿ όμως άκουσε τους ορισμούς μου τώρα:

               10   τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾿ ἐς πόλιν, ὄφρ᾿ ἂν ἐκεῖθι   Τον όμοφο τον ξένο οδήγα τον στο κάστρο, το φαγί του
                    δαῖτα πτωχεύῃ: δώσει δέ οἱ ὅς κ᾿ ἐθέλῃσι   να ζητιανέψει, κι ας προσδέχεται ψωμί, κρασί μια κούπα
                    πύρνον καὶ κοτύλην: ἐμὲ δ᾿ οὔ πως ἔστιν ἅπαντας   απ᾿ όποιον δίνει᾿ εγώ δε γίνεται τον κάθε που θα μου 'ρθει
                    ἀνθρώπους ἀνέχεσθαι, ἔχοντά περ ἄλγεα θυμῷ:   να τον φορτώνουμαι᾿ τα βάσανα που με παιδεύουν φτάνουν.
                    ὁ ξεῖνος δ᾿ εἴ περ μάλα μηνίει, ἄλγιον αὐτῷ   Τον ξένο τώρα αν κακοκάρδισαν τα λόγια μου, δικιά του
               15   ἔσσεται: ἦ γὰρ ἐμοὶ φίλ᾿ ἀληθέα μυθήσασθαι.»   θα 'ναι ζημιά᾿ τι απ᾿ όλα πιότερο μου αρέσει η αλήθεια εμένα!»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Κι εγώ να μείνω εδώ, καλόπαιδο, δε λογαριάζω᾿ κάλλιο,
                    «ὦ φίλος, οὐδέ τοι αὐτὸς ἐρύκεσθαι μενεαίνω:   παρά στα ξώμερα, ένας ζήτουλας στη χώρα το ψωμί του
                    πτωχῷ βέλτερόν ἐστι κατὰ πτόλιν ἠὲ κατ᾿ ἀγροὺς   να ζητιανεύει, κι όποιος άνθρωπος θελήσει, θα μου δώκει'
                    δαῖτα πτωχεύειν: δώσει δέ μοι ὅς κ᾿ ἐθέλῃσιν.

               20                                          δεν είναι πια μαθές τα χρόνια μου να κάθουμαι σε μάντρες
                    οὐ γὰρ ἐπὶ σταθμοῖσι μένειν ἔτι τηλίκος εἰμί,   κι όποια δουλειά προστάξει ο αφέντης μου, να τρέχω να την
                    ὥστ᾿ ἐπιτειλαμένῳ σημάντορι πάντα πιθέσθαι.   κάνω.
                    ἀλλ᾿ ἔρχευ: ἐμὲ δ᾿ ἄξει ἀνὴρ ὅδε, τὸν σὺ κελεύεις,   Τράβα εσύ τώρα, κι ως τον πρόσταξες, θα με οδηγήσει ετούτος,
                    αὐτίκ᾿ ἐπεί κε πυρὸς θερέω ἀλέη τε γένηται.   στη σκια σα νιώσω πως επύρωσα κι έχει ζεστάνει ο γηλιος'
                    αἰνῶς γὰρ τάδε εἵματ᾿ ἔχω κακά: μή με δαμάσσῃ
                                                           φορώ, όπως βλέπεις, παλιοκούρελα᾿ θα με αφανίσει η πάχνη,

               25   στίβη ὑπηοίη: ἕκαθεν δέ τε ἄστυ φάτ᾿ εἶναι.»   φοβούμαι, της αυγής, και λέγατε πως είναι η χώρα αλάργα.»
                    ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ διὰ σταθμοῖο βεβήκει,   Αυτά μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος από τη μάντρα εβγήκε
                    κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, κακὰ δὲ μνηστῆρσι φύτευεν.  με πόδια γρηγορα, συγκλώθοντας κακά για τους μνηστηρες.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἵκανε δόμους εὖ ναιετάοντας,   Και μόλις ήρθε στο πολύκοσμο παλάτι, το κοντάρι
                    ἔγχος μέν ῥ᾿ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα μακρήν,   που εκράτει στην κολόνα ανάγειρε την αψηλή να στέκει,

               30                                          και μπήκε μέσα δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι.
                    αὐτὸς δ᾿ εἴσω ἴεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν.
                    τὸν δὲ πολὺ πρώτη εἶδε τροφὸς Εὐρύκλεια,   Η Ευρύκλεια η βάγια τον αντίκρισε μπροστά της πρώτη απ᾿
                                                           όλους,
                    κώεα καστορνῦσα θρόνοις ἔνι δαιδαλέοισι,   στα σκαλιστά θρονιά όπως έστρωνε προβιές, κι ευτύς εχύθη
                    δακρύσασα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἰθὺς κίεν: ἀμφὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἄλλαι   θρηνώντας πάνω του κι οι επίλοιπες γυναίκες σκλάβες,
                    δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο,
                                                           όσες είχε ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, τρογύρα μαζωχτηκαν

               35   καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους.   και με φιλιά τον καλωσόριζαν στην κεφαλή, στους ώμους.
                    ἡ δ᾿ ἴεν ἐκ θαλάμοιο περίφρων Πηνελόπεια,   Κι εκείνη, η Πηνελόπη η φρόνιμη, το γυναικίτη άφηκε,
                    Ἀρτέμιδι ἰκέλη ἠὲ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ,     κι ήρθε παρόμοια με την Άρτεμη για τη χρυσή Αφροδίτη'
                    ἀμφὶ δὲ παιδὶ φίλῳ βάλε πήχεε δακρύσασα,   με τα βραχιόνια της αγκάλιασε το γιο της δακρυσμένη,
                    κύσσε δέ μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλά,   και στο κεφάλι τον εφίλησε, στα δυο πανώρια μάτια,
   202   203   204   205   206   207   208   209   210   211   212