Page 202 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 202

201




                    πρὸς δ᾿ ἔτι καὶ τόδε μεῖζον ἐνὶ φρεσὶ θῆκε Κρονίων,  κάτι χειρότερο! μου το 'βαλε στα φρένα ο γιος του Κρόνου'
                    μή πως οἰνωθέντες, ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν,   φοβάμαι, απάνω στο μεθύσι σας καβγά μη στηστε ξάφνου
                    ἀλλήλους τρώσητε καταισχύνητέ τε δαῖτα   και χτυπηθείτε, και ντροπιάσετε και προξενιές και τάβλες'
                    καὶ μνηστύν: αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος.»  τι αλήθεια αποτραβάει το σίδερο τους άντρες μοναχό του."

               295  «νῶϊν δ᾿ οἴοισιν δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε   Και μόνο δυο σπαθιά στην κάμαρα και δυο κοντάρια κράτα
                    καλλιπέειν καὶ δοιὰ βοάγρια χερσὶν ἑλέσθαι,   για μας, και δυο σκουτάρια, να 'χουμε στα χέρια να βαστούμε,
                    ὡς ἂν ἐπιθύσαντες ἑλοίμεθα: τοὺς δέ κ᾿ ἔπειτα   σα θα χυθούμε να τ᾿ αρπάξουμε᾿ κι εκείνων θα πλανέψει
                    Παλλὰς Ἀθηναίη θέλξει καὶ μητίετα Ζεύς.   τότε η Αθηνά κι ο βαθυστόχαστος ο Δίας μεμιάς τα φρένα.
                    ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:   Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα και συ στο νου σου βαλ᾿ το'

               300  εἰ ἐτεόν γ᾿ ἐμός ἐσσι καὶ αἵματος ἡμετέροιο,   δικός μου αν είσαι κι απ᾿ το γαίμα μου, κανείς να μην το μάθε!,
                    μή τις ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἀκουσάτω ἔνδον ἐόντος,   πως ο Οδυσσέας πια πίσω βρίσκεται στο σπίτι του᾿ να ξέρει
                    μήτ᾿ οὖν Λαέρτης ἴστω τό γε μήτε συβώτης   μηδέ ο Λαέρτης θέλω τίποτε μηδέ ο χοιροβοσκός μας
                    μήτε τις οἰκήων μήτ᾿ αὐτὴ Πηνελόπεια,   μηδέ κι οι άνθρωποι στο παλάτι μας μηδέ κι η Πηνελόπη'
                    ἀλλ᾿ οἶοι σύ τ᾿ ἐγώ τε γυναικῶν γνώομεν ἰθύν:   μονάχα εσύ κι εγώ, να μάθουμε ποια γνώμη οι σκλάβες έχουν.

               305  καί κέ τεο δμώων ἀνδρῶν ἔτι πειρηθεῖμεν,   Κι ακόμα λέω να δοκιμάσουμε τους σερνικούς μας δούλους,
                    ἠμὲν ὅπου τις νῶϊ τίει καὶ δείδιε θυμῷ,   ποιος μας φοβάται ακόμα μέσα του και σε τιμή μας έχει,
                    ἠδ᾿ ὅτις οὐκ ἀλέγει, σὲ δ᾿ ἀτιμᾷ τοῖον ἐόντα.»    και ποιος δε μας μετρά, κι αψήφησε και σένα, τέτοιος που 'σαι.»
                    ὣτὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός  Κι ο έμνοστος γιος του τότε στράφηκε κι απηλογιά του δίνει:
                    «ὦ πάτερ, ἦ τοι ἐμὸν θυμὸν καὶ ἔπειτά γ᾿, ὀί̈ω,   «Κύρη, θα 'ρθεί μια μέρα κάποτε, φαντάζουμαι, να μάθεις

               310  γνώσεαι: οὐ μὲν γάρ τι χαλιφροσύναι γέ μ᾿ ἔχουσιν:  το φυσικό που κλείνω μέσα μου, μα απρόκοπος δεν είμαι.
                    ἀλλ᾿ οὔ τοι τόδε κέρδος ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀί̈ω   Ωστόσο αυτό που λες, φαντάζουμαι, συφερτικό δε θα 'ναι
                    ἡμῖν ἀμφοτέροισι: σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα.   σε μας τους δυό, γι᾿ αυτό θα σου 'λεγα να το καλολογιάσεις.
                    δηθὰ γὰρ αὔτως εἴσῃ ἑκάστου πειρητίζων,   Πολύν καιρό θα χάσεις άδικα στα ξώμερα γυρνώντας
                    ἔργα μετερχόμενος: τοὶ δ᾿ ἐν μεγάροισιν ἕκηλοι   να δοκιμάσεις κάθε δούλο μας᾿ κι ωστόσο εκείνοι ανέγνοιοι

               315  χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον οὐδ᾿ ἔπι φειδώ.   το βιος μας τρων στο σπίτι αδιάντροπα, χωρίς να το λυπούνται.
                    ἀλλ᾿ ἦ τοί σε γυναῖκας ἐγὼ δεδάασθαι ἄνωγα,   Όμως σωστό θαρρώ να μάθουμε των γυναικών τη γνώμη,
                    αἵ τέ σ᾿ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν:   ποιες απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες σε ξεψηφούνε.
                    ἀνδρῶν δ᾿ οὐκ ἂν ἐγώ γε κατὰ σταθμοὺς ἐθέλοιμι   Τους δούλους όμως δε θα το 'θελα γυρίζοντας τις μάντρες
                    ἡμέας πειράζειν, ἀλλ᾿ ὕστερα ταῦτα πένεσθαι,   να δοκιμάζουμε᾿ κι αργότερα μπορεί να γίνει τούτο,

               320  εἰ ἐτεόν γέ τι οἶσθα Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.»   σημάδι ο Δίας ο βροντοσκούταρος αν σου 'χει δώσει αλήθεια.»
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Τέτοια σταύρωναν συναλλήλως τους εκείνοι λόγια τότε'
                    ἡ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτ᾿ Ἰθάκηνδε κατήγετο νηῦς εὐεργής,   το άρμενο ωστόσο, τον Τηλέμαχο που'χε απ᾿ την Πύλο φέρει
                    ἣ φέρε Τηλέμαχον Πυλόθεν καὶ πάντας ἑταίρους.   και τους συντρόφους του όλους, έφτασε γυρνώντας στην Ιθάκη.
                    οἱ δ᾿ ὅτε δὴ λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκοντο,   Κι όταν εκείνοι στο πολύβαθο λιμάνι μέσα έμπηκαν,

               325  νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ᾿ ἠπείροιο ἔρυσσαν,   όξω τράβηξαν το καράβι τους το μελανό στον άμμο,
                    τεύχεα δέ σφ᾿ ἀπένεικαν ὑπέρθυμοι θεράποντες,   και τα παιδόπουλα τα πέρφανα σήκωσαν τ᾿ άρματά τους,
                    αὐτίκα δ᾿ ἐς Κλυτίοιο φέρον περικαλλέα δῶρα.   και στου Κλυτίου μετά κουβάλησαν τα δώρα τα πανώρια,
                    αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος,   κι έναν διαλάλη τέλος έστειλαν στο σπίτι του Οδυσσέα,
                    ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ,   στην Πηνελόπη τα μαντάτα τους να πει τη μυαλωμένη,

               330  οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ᾿ ἀγροῦ, νῆα δ᾿ ἀνώγει   πως ήταν διάτα του Τηλέμαχου το πλοίο να 'ρθεί στο κάστρο,
                    ἄστυδ᾿ ἀποπλείειν, ἵνα μὴ δείσασ᾿ ἐνὶ θυμῷ   κι αυτός θ᾿ απόμενε στα χτήματα, πια φόβο να μην έχει
                    ἰφθίμη βασίλεια τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβοι   η ρήγισσα η τρανή και τρέχουνε τα μάτια της ποτάμι.
                    τὼ δὲ συναντήτην κῆρυξ καὶ δῖος ὑφορβὸς   Κι ο θείος χοιροβοσκός αντάμωσε τον κράχτη, και τραβούσαν
                    τῆς αὐτῆς ἕνεκ᾿ ἀγγελίης, ἐρέοντε γυναικί.   ίδιο ακριβώς να φέρουν μήνυμα κι οι δυο στην Πηνελόπη.
   197   198   199   200   201   202   203   204   205   206   207