Page 199 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 199
198
165 ἐκ δ᾿ ἦλθεν μεγάροιο παρὲκ μέγα τειχίον αὐλῆς, κι απ᾿ το καλύβι εβγήκε, της αυλής τον τοίχο προσπερνώντας,
στῆ δὲ πάροιθ᾿ αὐτῆς: τὸν δὲ προσέειπεν Ἀθήνη: και στην Παλλάδα αντίκρυ στάθηκε᾿ κι αύτη τον λόγο επήρε:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ. «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ἤδη νῦν σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ᾿ ἐπίκευθε, όλα στο γιο σου πες τα, τίποτα μην του κρατάς κρυμμένο'
ὡς ἄν μνηστῆρσιν θάνατον καὶ κῆρ᾿ ἀραρόντε και των μνηστήρων πια σαν κλώσετε το χαλασμό, κινάτε
170 ἔρχησθον προτὶ ἄστυ περικλυτόν: οὐδ᾿ ἐγὼ αὐτὴ να πάτε οι δυο σας στην περίλαμπρη την πολιτεία᾿ σε λίγο
δηρὸν ἀπὸ σφῶϊν ἔσομαι μεμαυῖα μάχεσθαι.» κοντά σας θα βρεθώ᾿ λαχτάρησα κι εγώ να πολεμήσω!»
ἦ καὶ χρυσείῃ ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ᾿ Ἀθήνη. Είπε η Αθηνά, κι όπως τον άγγιξε με το χρυσό ραβδί της,
φᾶρος μέν οἱ πρῶτον ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα πλυμένα καθαρά του φόρεσε χλαμύδα και χιτώνα
θῆκ᾿ ἀμφὶ στήθεσσι, δέμας δ᾿ ὤφελλε καὶ ἥβην. στα στήθη γύρω, και του τράνεψε κι ανάστημα και νιότη'
175 ἂψ δὲ μελαγχροιὴς γένετο, γναθμοὶ δὲ τάνυσθεν, ηλιοκαμένος πάλι βρέθηκε, τα μαγουλά του εσφίξαν,
κυάνεαι δ᾿ ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον. και μαύρα γένια του ξεφύτρωσαν τρογύρα στο πιγούνι.
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς ἔρξασα πάλιν κίεν: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Ως τούτα τέλεψε, ξεμάκρυνε᾿ γυρίζει κι ο Οδυσσέας
ἤϊεν ἐς κλισίην: θάμβησε δέ μιν φίλος υἱός, στο καλυβόσπιτο᾿ και σάστισε θωρώντας τον ο γιος του,
ταρβήσας δ᾿ ἑτέρωσε βάλ᾿ ὄμματα, μὴ θεὸς εἴη, κι άλλου γυρνάει τα μάτια τρέμοντας, θεός κανείς μην είναι,
180 καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: κι έτσι μιλώντας ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«ἀλλοῖός μοι, ξεῖνε, φάνης νέον ἠὲ πάροιθεν, «Τώρα μου φάνταξες αλλιώτικος απ᾿ ό,τι πρώτα, ξένε'
ἄλλα δὲ εἵματ᾿ ἔχεις, καί τοι χρὼς οὐκέθ᾿ ὁμοῖος. τα ρούχα σου άλλα, και στην όψη σου δε δείχνεις ίδιος να 'σαι.
ἦ μάλα τις θεός ἐσσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν: Θεός αν είσαι, απ᾿ όσους τ᾿ άσωστα ψηλά κρατούν ουράνια,
ἀλλ᾿ ἵληθ᾿, ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ σπλαχνίσου μας! Θα σου προσφέρουμε θυσίες της άρεσκιας σου
185 ἠδὲ χρύσεα δῶρα, τετυγμένα: φείδεο δ᾿ ἡμέων» κι άλλα χαρίσματα από μάλαμα᾿ μονάχα ελέησε μας!»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: Και τότε ο θεϊκός, πολύπαθος του μίλησε Οδυσσέας:
«οὔ τίς τοι θεός εἰμι: τί μ᾿ ἀθανάτοισιν ἐί̈σκεις; «Δεν είμαι εγώ θεός᾿ με αθάνατους γιατί με συνομοιάζεις;
ἀλλὰ πατὴρ τεός εἰμι, τοῦ εἵνεκα σὺ στεναχίζων μον᾿ είμαι ο κύρης σου! Για χάρη του τραβάς εσύ περίσσιους
πάσχεις ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος καημούς και βάσανα, και δέχεσαι τις άδικες των άλλων.»
ἀνδρῶν.»
190 ὣς ἄρα φωνήσας υἱὸν κύσε, κὰδ δὲ παρειῶν Σαν είπε αυτά, το γιο του εφίλησε, κι από τα μαγουλά του
δάκρυον ἧκε χαμᾶζε: πάρος δ᾿ ἔχε νωλεμὲς αἰεί. τα δάκρυα να κυλήσουν άφησε, που ως τότε ανακρατούσε.
Τηλέμαχος δ᾿, οὐ γάρ πω ἐπείθετο ὃν πατέρ᾿ εἶναι, Μα δέν το πίστευε ο Τηλέμαχος ακόμα πως μπροστά του
ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος προσέειπεν: είχε τον κύρη του᾿ ξανάπιασε λοιπόν το λόγο κι είπε:
«οὐ σύ γ᾿ Ὀδυσσεύς ἐσσι, πατὴρ ἐμός, ἀλλά με «Δεν είσαι εσύ ο Οδυσσέας ο κύρης μου, μον᾿ κάποιος με πλανεύει
δαίμων
195 θέλγει, ὄφρ᾿ ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω. απ᾿ τους θεούς, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι.
οὐ γάρ πως ἂν θνητὸς ἀνὴρ τάδε μηχανόῳτο Και ποιος θνητός ποτέ θα δονούνταν να φτιάσει με το νου του
ᾧ αὐτοῦ γε νόῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν θάματα τέτοια; Μόνο αν έφτανε κανείς θεός, μπορούσε,
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη νέον ἠὲ γέροντα. αν το 'θελε, να κάνει ανέκοπα για νιό για γέρο κάποιον.
ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο: Κι εσύ πριν λίγο γέρος έδειχνες και λεροφορεμένος,
200 νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι.» και τώρα τους θεούς, που τ᾿ άσωστα κρατούν ουράνια, μοιάζεις.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Για τον πατέρα σου, Τηλέμαχε, που βρίσκεται φτασμένος,
«Τηλέμαχ᾿, οὔ σε ἔοικε φίλον πατέρ ἔνδον ἐόντα δε σου ταιριάζει να θαμάζεσαι και να σαστίζεις τόσο.
οὔτε τι θαυμάζειν περιώσιον οὔτ᾿ ἀγάασθαι: Άλλο Οδυσσέα δω πέρα να 'ρχεται δε θέλεις δει ποτέ σου.
οὐ μὲν γάρ τοι ἔτ᾿ ἄλλος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾿
Ὀδυσσεύς,
205 ἀλλ᾿ ὅδ᾿ ἐγὼ τοιόσδε, παθὼν κακά, πολλὰ δ᾿ Εγώ είμαι, ως με θωρείς᾿ παράδειρα πολύ, πολλά έχω πάθει,