Page 194 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 194

193




               555                                         Τα ώρια σαντάλια κι ο Τηλέμαχος φορεί στα δυο του πόδια
                                                           και το γερό κοντάρι του άρπαξε το καλοακονισμένο
                    τὸν δ᾿ ὦκα προβιβάντα πόδες φέρον, ὄφρ᾿ ἵκετ᾿   απ᾿ την κουβέρτα᾿ κι οι άλλοι σύντροφοι τα παλαμάρια έλυσαν᾿
                    αὐλήν,                                 κι όπως τους πρόσταξε ο Τηλέμαχος, του αρχοντικού Οδυσσέα
                    ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες μάλα μυρίαι, ᾗσι συβώτης   ο ακριβογιός, επήραν κι έλαμναν τραβώντας για τη χώρα.
                    ἐσθλὸς ἐὼν ἐνίαυεν, ἀνάκτεσιν ἤπια εἰδώς,    Κι εκείνος με ποδάρια γρήγορα στη μάντρα φτάνει, όπου 'χε
                                                           τους μύριους χοίρους, κι ο καλόγνωμος εκεί χοιροβοσκός τους
                                                           από την έγνοια στων ρηγάδων του το βιος κοιμόταν πάντα.
   189   190   191   192   193   194   195   196   197   198   199