Page 189 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 189
188
«αἴθ᾿ οὕτως, Εὔμαιε, φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο «Εύμαιε, καθώς εγώ σε αγάπησα, κι ο Δίας να σ᾿ αγαπήσει,
ὡς ἐμοί, ὅττι μ᾿ ἔπαυσας ἄλης καὶ ὀϊζύος αἰνῆς. που από τα βάσανα με γλίτωσες, τα παραδέρματά μου.
πλαγκτοσύνης δ᾿ οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο Στη γη να τριγυρίζεις — βρίσκεται χειρότερο στον κόσμο;
βροτοῖσιν: Μα είναι η κοιλιά... Πόσα δε σέρνουμε γι᾿ αυτήν, ανάθεμα τη,
ἀλλ᾿ ἕνεκ᾿ οὐλομένης γαστρὸς κακὰ κήδε᾿ ἔχουσιν
345 ἀνέρες, ὅν τιν᾿ ἵκηται ἄλη καὶ πῆμα καὶ ἄλγος. όταν βρεθούμε μες σε βάσανα, παραδαρμούς και πίκρες!
νῦν δ᾿ ἐπεὶ ἰσχανάᾳς μεῖναι τέ με κεῖνον ἄνωγας, Μα τώρα αφού με κόβεις λέγοντας να περιμένω εκείνον,
εἴπ᾿ ἄγε μοι περὶ μητρὸς Ὀδυσσῆος θείοιο για του θεϊκού Οδυσσέα για μίλα μου τη μάνα και τον κύρη
πατρός θ᾿, ὃν κατέλειπεν ἰὼν ἐπὶ γήραος οὐδῷ, που όταν ο γιος του εξενιτεύτηκε, πατούσε το κατώφλι
ἤ που ἔτι ζώουσιν ὑπ᾿ αὐγὰς ἠελίοιο, των γερατιών: να ζουν, να χαίρουνται το φως του γήλιου τάχα,
350 για έχουν πεθάνει πια και βρίσκουνται στον Κάτω Κόσμο τώρα;»
ἦ ἤδη τεθνᾶσι καὶ εἰν Ἀί̈δαο δόμοισι.» Σ᾿ αυτά ο χοιροβοσκός του απάντησε, στους δούλους μέσα ο
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε συβώτης, ὄρχαμος ἀνδρὼν: πρώτος:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. «Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
Λαέρτης μὲν ἔτι ζώει, Διὶ δ᾿ εὔχεται αἰεὶ ακόμα ζει ο Λαέρτης, μα άπαυτα το Δία παρακαλιέται
θυμὸν ἀπὸ μελέων φθίσθαι οἷς ἐν μεγάροισιν:
απ᾿ το κορμί μέσα στο σπίτι του να βγει γοργά η ψυχή του
355 ἐκπάγλως γὰρ παιδὸς ὀδύρεται οἰχομένοιο τι είναι αγαλήνευτος ο πόνος του για τον υγιό που εχάθη
κουριδίης τ᾿ ἀλόχοιο δαί̈φρονος, ἥ ἑ μάλιστα και τη γυναίκα του τη φρόνιμη᾿ το πιο πολύ ο δικός της
ἤκαχ᾿ ἀποφθιμένη καὶ ἐν ὠμῷ γήραϊ θῆκεν. καημός τον έκαψε, τον γέρασε στ᾿ αλήθεια πριν της ώρας.
ἡ δ᾿ ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο κυδαλίμοιο, Εκείνη απ᾿ τον καημό μαράθηκε του ξακουσμένου γιου της -
λευγαλέῳ θανάτῳ, ὡς μὴ θάνοι ὅς τις ἐμοί γε άσκημος θάνατος! Δε θα 'θελα παρόμοιο να 'βρει τέλος
360 ἐνθάδε ναιετάων φίλος εἴη καὶ φίλα ἔρδοι. απ᾿ τους θιακούς κανείς που μου 'κανε καλό και του 'χω αγάπη.
ὄφρα μὲν οὖν δὴ κείνη ἔην, ἀχέουσά περ ἔμπης, Μα στη ζωή όσο εκείνη βρίσκουνταν, και πονεμένη που ήταν,
τόφρα τί μοι φίλον ἔσκε μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, τη γνώμη να της παίρνω μου άρεσε για τούτο και για κείνο'
οὕνεκά μ᾿ αὐτὴ θρέψεν ἅμα Κτιμένῃ τανυπέπλῳ, τι ήταν ατή της που μ᾿ ανάστησε με τη μακρομαντούσα
θυγατέρ᾿ ἰφθίμῃ, τὴν ὁπλοτάτην τέκε παίδων: μαζί Χτιμένη, τη μικρότερη μες στα παιδιά της όλα,
365 τῇ ὁμοῦ ἐτρεφόμην, ὀλίγον δέ τί μ᾿ ἧσσον ἐτίμα. κι ούτε και τόσο στην αγάπη της ξεχώριζε τους δυο μας.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἥβην πολυήρατον ἱκόμεθ᾿ ἄμφω, Μα ως φούντωσε όλο χάρη η νιότη μας, την όμορφη Χτιμένη
τὴν μὲν ἔπειτα Σάμηνδ᾿ ἔδοσαν καὶ μυρί᾿ ἕλοντο, στη Σάμη την πάντρεψαν, παίρνοντας και μυριοπλούσια δώρα,
αὐτὰρ ἐμὲ χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἐκείνη και μένα εκείνη, ρούχα ως μου 'δωκε, και κάπα και χιτώνα,
καλὰ μάλ᾿ ἀμφιέσασα, ποσὶν δ᾿ ὑποδήματα δοῦσα πανέμορφα, και για τα πόδια μου σαντάλια, στα χωράφια
370 ἀγρόνδε προί̈αλλε: φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον. να μείνω μ᾿ έστειλε, και πιότερην ακόμα αγάπη μου 'χε.
νῦν δ᾿ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι: ἀλλά μοι αὐτῷ Ωστόσο τούτα πια κι αν μου 'λειψαν, οι τρίσμακαρισμένοι
ἔργον ἀέξουσιν μάκαρες θεοὶ ᾧ ἐπιμίμνω: θεοί το μόχτο μου τον πρόκοψαν, κι απ᾿ τη δουλειά που κάνω
τῶν ἔφαγόν τ᾿ ἔπιόν τε καὶ αἰδοίοισιν ἔδωκα. κι έφαγα κι ήπια κι είχα κι έδινα και σε σεβάσμιους ξένους.
ἐκ δ᾿ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῦσαι Μα απ᾿ την κυρά μας πια δε γίνεται γλυκό ν᾿ ακούσεις κάτι,
375 οὔτ᾿ ἔπος οὔτε τι ἔργον, ἐπεὶ κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ, λόγο για πράξη, αφόντας πλάκωσε κακό στο σπίτι τέτοιο,
ἄνδρες ὑπερφίαλοι: μέγα δὲ δμῶες χατέουσιν οι άνομοι εκείνο! το χρειάζουνται περίσσια οι δούλοι ωστόσο
ἀντία δεσποίνης φάσθαι καὶ ἕκαστα πυθέσθαι με την κυρά τους να μιλήσουνε, να μάθουν το 'να, τ᾿ άλλο,
καὶ φαγέμεν πιέμεν τε, ἔπειτα δὲ καί τι φέρεσθαι να φαν, να πιουν, και στα χωράφια τους μετά ως διαγέρνουν, κάτι
ἀγρόνδ᾿, οἷά τε θυμὸν ἀεὶ δμώεσσιν ἰαίνει.» να κουβαλούν, απ᾿ όσα δίνουνε χαρά στους δούλους πάντα.»
380 τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυκάτεχος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: « Ώχού, χοιροβοσκέ, σαν έφευγες μακριά πολύ στα ξένα
«ὢ πόποι, ὡς ἄρα τυτθὸς ἐών, Εὔμαιε συβῶτα, πατρίδα και γονιούς αφήνοντας, μικρό παιδάκι θά'σουν!
πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος ἠδὲ τοκήων. Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση, την πάσα αλήθεια πες μου: