Page 187 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 187

186




               255  ἔνθ᾿ ὅ γε ναιετάων μαντεύετο πᾶσι βροτοῖσιν.   και σ᾿ όλους τους ανθρώπους που 'φταναν εκεί μαντολογούσε.
                    τοῦ μὲν ἄρ᾿ υἱὸς ἐπῆλθε, Θεοκλύμενος δ᾿ ὄνομ᾿ ἦεν,   Δικός του γιος ο Θεοκλύμενος λογιόταν, που 'ρθε τώρα
                    ὃς τότε Τηλεμάχου πέλας ἵστατο: τὸν δ᾿ ἐκίχανεν   και στάθη αντίκρα στον Τηλέμαχο᾿ κι ως τούτος προσευχόταν
                    σπένδοντ᾿ εὐχόμενόν τε θοῇ παρὰ νηὶ̈ μελαίνῃ,   και στάλαζε κρασί στο γρήγορο, μαύρο καράβι δίπλα,
                    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   φωνάζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:

               260                                         «Μια και στον τόπο αυτόν σε πέτυχα θυσίες να κάνεις, φίλε,
                    «ὦ φίλ᾿, ἐπεί σε θύοντα κιχάνω τῷδ᾿ ἐνὶ χώρῳ,
                                                           και στη θυσία και στον αθάνατο που δέεσαι σε ξορκίζω,
                    λίσσομ᾿ ὑπὲρ θυέων καὶ δαίμονος, αὐτὰρ ἔπειτα
                    σῆς τ᾿ αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων, οἵ τοι ἕπονται,   έτσι καλό και συ κι οι σύντροφοι που σου ακλουθούν να ιδείτε,
                                                           στο ρώτημα μου δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
                    εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ᾿ ἐπικεύσῃς:   Ποιος είσαι, πούθε; Που η πατρίδα σου και που οι γονιοί σου
                    τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν; πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες;»
                                                           εσένα;»

               265  τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.   «Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'
                    ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί, πατὴρ δέ μοί ἐστιν Ὀδυσσεύς,   απ᾿ την Ιθάκη σέρνει η φύτρα μου, κι είναι ο Οδυσσέας γονιός μου
                    εἴ ποτ᾿ ἔην: νῦν δ᾿ ἤδη ἀπέφθιτο λυγρῷ ὀλέθρῳ.   αν ήταν κάποτε! τι εχάθηκε, κακιά τον βρήκε μοίρα.
                    τοὔνεκα νῦν ἑτάρους τε λαβὼν καὶ νῆα μέλαιναν   Γι᾿ αυτό κι εγώ συντρόφους διάλεξα και μελανό καράβι

               270  ἦλθον πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο.»   κι ήρθα να μάθω για τον κύρη μου, που χρόνισε στα ξένα.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:   Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
                    «οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, ἄνδρα κατακτὰς   «Κι εγώ τη χώρα μου παράτησα, τι έχω σκοτώσει κάποιον
                    ἔμφυλον: πολλοὶ δὲ κασίγνητοί τε ἔται τε   του τόπου μας᾿ πολλά τ᾿ αδέρφια του, τρανή η δικολογιά του,
                    Ἄργος ἀν᾿ ἱππόβοτον, μέγα δὲ κρατέουσιν Ἀχαιῶν.   κι έχουν πολύ μεγάλη δύναμη στο αλογοθρόφο τ Άργος.

               275                                         Μου μελετούσαν μαύρο θάνατο, μα γλίτωσα, και τώρα
                    τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν
                    φεύγω, ἐπεί νύ μοι αἶσα κατ᾿ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι.  φεύγω μακριά᾿ γραφτό της μοίρας μου στη γη να παραδέρνω.
                                                           Μα άσε στο πλοίο να μπώ᾿ στα πόδια σου προσπέφτω
                    ἀλλά με νηὸς ἔφεσσαι, ἐπεί σε φυγὼν ἱκέτευσα,   αποδιωγμένος'
                    μή με κατακτείνωσι: διωκέμεναι γὰρ ὀί̈ω.»   με κυνηγούν, θαρρώ, και θάνατο φοβούμαι μη μου δώσουν.»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
                                                           Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:

               280  «οὐ μὲν δή σ᾿ ἐθέλοντά γ᾿ ἀπώσω νηὸς ἐί̈σης,   «Αφού το θέλεις, απ᾿ το ισόβαρο καράβι δε σε διώχνω᾿
                    ἀλλ᾿ ἕπευ: αὐτὰρ κεῖθι φιλήσεαι, οἷά κ᾿ ἔχωμεν.»   ακλούθα μας, και με ό,τι βρίσκεται θα φιλευτείς κοντά μας.»
                    ὣς ἄρα φωνήσας οἱ ἐδέξατο χάλκεον ἔγχος,   Έτσι μιλούσε, και το χάλκινο κοντάρι παίρνοντας του
                    καὶ τό γ᾿ ἐπ᾿ ἰκριόφιν τάνυσεν νεὸς ἀμφιελίσσης:   πάνω στου πλοίου του δρεπανόγυρτου το αφήκε την κουβέρτα'
                    ἂν δὲ καὶ αὐτὸς νηὸς ἐβήσετο ποντοπόροιο.   μετά κι αυτός στο πελαγόδρομο καράβι ανέβη, κι όπως

               285  ἐν πρύμνῃ δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα καθέζετο, πὰρ δὲ οἷ αὐτῷ   στην πρύμνα επήρε θέση, κάλεσε κοντά του να καθίσει
                    εἷσε Θεοκλύμενον: τοὶ δὲ πρυμνήσι᾿ ἔλυσαν.   το Θεοκλύμενο, κι οι σύντροφοι τα παλαμάρια έλυσαν.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν   Τότε ο Τηλέμαχος τους συντρόφους φωνάζοντας προστάζει
                    ὅπλων ἅπτεσθαι: τοὶ δ᾿ ἐσσυμένως ἐπίθοντο.   τα σύνεργα να πιάσουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
                    ἱστὸν δ᾿ εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης   το έλάτινο κατάρτι εστύλωσαν, στο τρύπιο μεσοδόκι

               290  στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν,   ορθό περνώντας το, κι ως το 'δεσαν με τα σκοινιά στην πλώρη,
                    ἕλκον δ᾿ ἱστία λευκὰ ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι.   τ᾿ άσπρα πανιά με τα καλόστριφτα σκοινιά ψηλά εσηκώσαν
                    τοῖσιν δ᾿ ἴκμενον οὖρον ἵει γλαυκῶπις Ἀθήνη,   και πρίμο αγέρα η γαλανομάτη τους έστελνε Παλλάδα,
                    λάβρον ἐπαιγίζοντα δι᾿ αἰθέρος, ὄφρα τάχιστα   που απ᾿ τον αιθέρα εφυσομάνιζε, για να διαβεί με βιάση
                    νηῦς ἀνύσειε θέουσα θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.   το κύμα το αρμυρό της θάλασσας, πετώντας, το άρμενο τους.

               295  βὰν δὲ παρὰ Κρουνοὺς καὶ Χαλκίδα καλλιρέεθρον.   Κι ως τους Κρουνούς και την πολύβρυση προσπέρασαν Χαλκίδα,
                    δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί:   πηρεν ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι.
                    ἡ δὲ Φεὰς ἐπέβαλλεν ἐπειγομένη Διὸς οὔρῳ   Σπρωγμένο από του Δία τον άνεμο τη Φειά το πλοίο προσδιάβη,
   182   183   184   185   186   187   188   189   190   191   192