Page 183 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 183

182




               85   ἠὲ δύ᾿ ἡμιόνους ἠὲ χρύσειον ἄλεισον.»   μπορεί μαθές και κούπα ολόχρυση για και ζευγάρι μούλες.»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
                    «Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν,   «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
                    βούλομαι ἤδη νεῖσθαι ἐφ᾿ ἡμέτερ': οὐ γὰρ ὄπισθεν   κάλλιο να σύρω πια στο σπίτι μου, τι ως έφευγα, κανέναν
                    οὖρον ἰὼν κατέλειπον ἐπὶ κτεάτεσσιν ἐμοῖσιν:   πίσω δεν άφησα βλεπάτορα, για να φυλάει το βιος μου᾿

               90   μὴ πατέρ᾿ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι,   ζητώντας τον ισόθεο κύρη μου μην πάω κι εγώ χαμένος,
                    ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»   για κάτι μη χαθεί αξετίμητο στο σπίτι από το βιος μας.»
                    αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾿ ἄκουσε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,   Τα λόγια ετούτα ο βροντερόφωνος Μενέλαος αγρικώντας
                    αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ ᾗ ἀλόχῳ ἠδὲ δμῳῇσι κέλευσε   δίχως ν᾿ αργήσει τη γυναίκα του προστάζει και τις δούλες
                    δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων.   απ᾿ τα πολλά που μέσα βρίσκουνταν τραπέζι να τους στρώσουν

               95   ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Βοηθοί̈δης Ἐτεωνεύς,   κι όπως ο γιος του βοηθού ζύγωσεν, ο Ετεωνέας, το στρώμα
                    ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, ἐπεὶ οὐ πολὺ ναῖεν ἀπ᾿ αὐτοῦ:   μόλις αφήνοντας — το σπίτι του μακριά μαθές δεν ήταν —
                    τὸν πῦρ κῆαι ἄνωγε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος   φωτιά ο Μενέλαος ο βροντόφωνος γοργά ν᾿ ανάψει του 'πε
                    ὀπτῆσαί τε κρεῶν: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.   και κρέας να ψήσει᾿ κι ως στο λόγο του τον είδε να συγκλίνει,
                    αὐτὸς δ᾿ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα,   κατέβη ατός του στο κελάρι τους το μοσκοβολισμένο,

               100  οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γ᾿ Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης.   μονάχος όχι᾿ πίσω πήγαινε κι η Ελένη με το γιο του.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἵκανον ὅθι κειμήλια κεῖτο,   Κι ως έφτασαν εκεί που βρίσκουνταν το βιος τους φυλαγμένο,
                    Ἀτρεί̈δης μὲν ἔπειτα δέπας λάβεν ἀμφικύπελλον,   ο γιος του Ατρέα μια κούπα δίγουβη διαλέγει πρώτα, κι είπε
                    υἱὸν δὲ κρητῆρα φέρειν Μεγαπένθε᾿ ἄνωγεν   στο Μεγαπένθη ένα ασημένιο τους κροντήρι να σηκώσει.
                    ἀργύρεον: Ἑλένη δὲ παρίστατο φωριαμοῖσιν,   Η Ελένη ωστόσο στις κασέλες της ήρθε κοντά και στάθη,

               105  ἔνθ᾿ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλοι, οὓς κάμεν αὐτή.   σκουτιά που κλείναν μυριοξόμπλιαστα, φασμένα από την ίδια.
                    τῶν ἕν᾿ ἀειραμένη Ἑλένη φέρε, δῖα γυναικῶν,   Ένα τους διάλεξε και σήκωσε των γυναικών το θάμα,
                    ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος,   το κάλλιο απ᾿ όλα στα πλουμίσματα, το πιο φαρδύ από τ᾿ άλλα,
                    ἀστὴρ δ᾿ ὣς ἀπέλαμπεν: ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων.   που 'λαμπε ως άστρο, και το φύλαγε στον πάτο της κασέλας.
                    βὰν δ᾿ ἰέναι προτέρω διὰ δώματος, ἧος ἵκοντο   Μετά γύρευαν τον Τηλέμαχο περνώντας το παλάτι,

               110  Τηλέμαχον: τὸν δὲ προσέφη ξανθὸς Μενέλαος:   κι αυτά ο ξανθός Μενέλαος του 'λεγε, σαν έφτασαν μπροστά του:
                    «Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι νόστον, ὅπως φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς,  «Ως το ποθείς βαθιά, Τηλέμαχε, να στρέψεις στην πατρίδα,
                    ὥς τοι Ζεὺς τελέσειεν, ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης.   o άντρας της Ήρας, ο βαρύβροντος ο Δίας, να στο τελέψει.
                    δώρων δ᾿, ὅσσ᾿ ἐν ἐμῷ οἴκῳ κειμήλια κεῖται,   Κι απ᾿ όσα φυλαγμένα βρίσκουνται στο αρχοντικό μου πλούτη,
                    δώσω ὃ κάλλιστον καὶ τιμηέστατόν ἐστι.   εγώ το πιο ακριβό, το πιο όμορφο να σου χαρίσω θέλω᾿

               115  δώσω τοι κρητῆρα τετυγμένον: ἀργύρεος δὲ   ένα κροντήρι καλοδούλευτο σου δίνω, ατόφιο ασήμι,
                    ἐστὶν ἅπας, χρυσῷ δ᾿ ἐπὶ χείλεα κεκράανται,   που 'ναι τα χείλια του με μάλαμα ψηλά μαργελωμένα,
                    ἔργον δ᾿ Ἡφαίστοιο: πόρεν δέ ἑ Φαίδιμος ἥρως,   δουλειά του Ηφαίστου; μου το χάρισε των Σιδονίων ο ρήγας,
                    Σιδονίων βασιλεύς, ὅθ᾿ ἑὸς δόμος ἀμφεκάλυψε   ο τρανός Φαίδιμος, σα βρέθηκα στου γυρισμού το δρόμο
                    κεῖσέ με νοστήσαντα: τεὶ̈ν δ᾿ ἐθέλω τόδ᾿ ὀπάσσαι.»   κει πέρα και με δέχτη σπίτι του τώρα το δίνω εσένα.»
               120  ὣς εἰπὼν ἐν χειρὶ τίθει δέπας ἀμφικύπελλον   Αυτά είπε, και στα χέρια του 'βαλε τη δίγουβη την κούπα
                    ἥρως Ἀτρεί̈δης: ὁ δ᾿ ἄρα κρητῆρα φαεινὸν   ο μέγας γιος του Ατρέα᾿ το λιόφωτο σηκώνοντας κροντήρι
                    θῆκ᾿ αὐτοῦ προπάροιθε φέρων κρατερὸς   κι ο Μεγαπένθης του το απίθωσε στα πόδια, το ασημένιο'
                    Μεγαπένθης,                            στερνά κι η Ελένη η ροδομάγουλη τον σίμωσε, στα χέρια
                    ἀργύρεον: Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος   κρατώντας το φαντό, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    πέπλον ἔχουσ᾿ ἐν χερσίν, ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿
                    ὀνόμαζε:

               125  «δῶρόν τοι καὶ ἐγώ, τέκνον φίλε, τοῦτο δίδωμι,   «Δέξου κι αυτό από μένα, αγόρι μου, το δώρο, απ᾿ της Ελένης
                    μνῆμ᾿ Ἑλένης χειρῶν, πολυηράτου ἐς γάμου ὥρην,   τα χέρια θύμηση᾿ και κάποτε, με το καλώ σα φτάσει
                    σῇ ἀλόχῳ φορέειν: τῆος δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ   η ώρα του γάμου σου, το ταίρι σου να το φορέσει'
   178   179   180   181   182   183   184   185   186   187   188