Page 181 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 181
180
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ο-
- δ᾿ εἰς εὐρύχορον Λακεδαίμονα Παλλὰς Ἀθήνη Για την πλατιά τη Λακεδαίμονα ξεκίνησε η Παλλάδα
15- ᾤχετ᾿, Ὀδυσσῆος μεγαθύμου φαίδιμον υἱὸν την ίδιαν ώρα, στον πανέμνοστο του αντρόκαρδου Οδυσσέα
νόστου ὑπομνήσουσα καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι. για να θυμίσει, πια πως έφτασε του γυρισμού του η μέρα.
εὗρε δὲ Τηλέμαχον καὶ Νέστορος ἀγλαὸν υἱὸν Στο στρώμα έβρηκε τον Τηλέμαχο και τον υγιό τον άξιο
5 εὕδοντ᾿ ἐν προδόμῳ Μενελάου κυδαλίμοιο, του Νέστορα, στου πολυδόξαστου Μενέλαου το χαγιάτι.
ἦ τοι Νεστορίδην μαλακῷ δεδμημένον ὕπνῳ: Είχε βουλιάξει ο γιος του Νέστορα σε βελουδένιον ύπνο,
Τηλέμαχον δ᾿ οὐχ ὕπνος ἔχε γλυκύς, ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ μα τον Τηλέμαχο, ως του κύρη του τον τυραννούσεν η έγνοια,
νύκτα δι᾿ ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν. ο γλυκός ύπνος δεν τον έπαιρνε στη θεία τη νύχτα μέσα.
ἀγχοῦ δ᾿ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμά του εστάθη κι είπε:
10 «Τηλέμαχ᾿, οὐκέτι καλὰ δόμων ἄπο τῆλ᾿ ἀλάλησαι, «Πια από το σπίτι σου, Τηλέμαχε, να λείπεις δεν ταιριάζει᾿
κτήματά τε προλιπὼν ἄνδρας τ᾿ ἐν σοῖσι δόμοισιν τι έχεις αφήσει εκεί τα πλούτη σου και μες στο σπίτι σου άντρες
οὕτω ὑπερφιάλους: μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι τόσο ξαδιάντροπους, που ολάκερο μπορεί να φαν τα βιος σου
κτήματα δασσάμενοι, σὺ δὲ τηϋσίην ὁδὸν ἔλθῃς. μοιράζοντας το, απ᾿ το ταξίδι σου να βγεις μαθές χαμένος.
ἀλλ᾿ ὄτρυνε τάχιστα βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον Πες στο Μενέλαο το βροντόφωνο να σε κατευοδώσει
15 πεμπέμεν, ὄφρ᾿ ἔτι οἴκοι ἀμύμονα μητέρα τέτμῃς. μιαν ώρα αρχύτερα, τη μάνα σου στο σπίτι αν θέλεις να'βρεις᾿
ἤδη γάρ ῥα πατήρ τε κασίγνητοί τε κέλονται τι αλήθεια τώρα και τ᾿ αδέρφια της κι ο κύρης της τη σπρώχνουν
Εὐρυμάχῳ γήμασθαι: ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας να παντρευτεί με τον Ευρύμαχο, που πλήθυνε τα δώρα
μνηστῆρας δώροισι καὶ ἐξώφελλεν ἔεδνα: και με όσα δίνει στον πατέρα της ξεπέρασε τους άλλους.
μή νύ τι σεῦ ἀέκητι δόμων ἐκ κτῆμα φέρηται. Κάτι μπορεί απ᾿ το βιος σας φεύγοντας να πάρει αθέλητα σου.
20 οἶσθα γὰρ οἷος θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γυναικός: Την ..ξέρεις την καρδιά που μέσα της κάθε γυναίκα κρύβει:
κείνου βούλεται οἶκον ὀφέλλειν ὅς κεν ὀπυίῃ, όποιος την πάρει, εκείνου γνοιάζεται το σπίτι να πλουτήνει'
παίδων δὲ προτέρων καὶ κουριδίοιο φίλοιο τα πρώτα της παιδιά τα ξέχασε, και τον παλιό της άντρα
οὐκέτι μέμνηται τεθνηκότος οὐδὲ μεταλλᾷ. δεν τον λογιάζει, μια που πέθανε, κι ουδέ τον βάζει ο νους της.
ἀλλὰ σύ γ᾿ ἐλθὼν αὐτὸς ἐπιτρέψειας ἕκαστα Μα εσύ γυρνώντας πίσω κοίταξε να μπιστευτείς ατός σου
25 δμῳάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι, στην πιο καλή που ξέρεις σκλάβα σου το βιος, ως να 'ρθει η μέρα
εἰς ὅ κέ τοι φήνωσι θεοὶ κυδρὴν παράκοιτιν. με των θεών τη χάρη αρχόντισσα να παντρευτείς γυναίκα.
ἄλλο δέ τοί τι ἔπος ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο θυμῷ. Κάτι άλλο ακόμα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βάλ᾿ το:
μνηστήρων σ᾿ ἐπιτηδὲς ἀριστῆες λοχόωσιν Οι πιο αντρειανοί μνηστήρες, κάτεχε, καρτέρι σου 'χουν στήσει
ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης. μπρος στο στενό που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
30 ἱέμενοι κτεῖναι, πρὶν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι. να σε σκοτώσουν, πριν στα χώματα τα πατρικά διαγείρεις.
ἀλλὰ τά γ᾿ οὐκ ὀί̈ω: πρὶν καί τινα γαῖα καθέξει Μα αυτό δε γίνεται! Πρωτύτερα πολλούς θα φάει το χώμα
ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν. απ᾿ τους μνηστήρες λέω, τα πλούτη σου που τρώνε κι αφανίζουν.
ἀλλὰ ἑκὰς νήσων ἀπέχειν εὐεργέα νῆα, Απ᾿ τα νησιά λοιπόν το στέριο σου καράβι κράτα αλάργα,
νυκτὶ δ᾿ ὁμῶς πλείειν: πέμψει δέ τοι οὖρον ὄπισθεν κι αρμένιζε και νύχτα, αδιάκοπα, κι απ᾿ τους θεούς ο που 'χεις
35 ἀθανάτων ὅς τίς σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε. σκεπό και φύλακα, ξοπίσω σου θα στείλει πρίμο αγέρι.
αὐτὰρ ἐπὴν πρώτην ἀκτὴν Ἰθάκης ἀφίκηαι, Όταν στο πρώτο ωστόσο ακρόγιαλο πια αράξεις της Ιθάκης,
νῆα μὲν ἐς πόλιν ὀτρῦναι καὶ πάντας ἑταίρους, στείλε στη χώρα το καράβι σου με τους συντρόφους όλους,
αὐτὸς δὲ πρώτιστα συβώτην εἰσαφικέσθαι, κι εσύ πιο πρώτα απ᾿ όλα τράβηξε για το χοιροβοσκό σου,
ὅς τοι ὑῶν ἐπίουρος, ὁμῶς δέ τοι ἤπια οἶδεν. αυτόν που γνοιάζεται τους χοίρους σου και το καλό σου θέλει.
40 ἔνθα δὲ νύκτ᾿ ἀέσαι: τὸν δ᾿ ὀτρῦναι πόλιν εἴσω Τη νύχτα εκεί κοντά του πέρασε και στείλε τον στη χώρα
ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ, με τα μαντάτα σου, στη φρόνιμη να πει την Πηνελόπη