Page 186 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 186
185
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὔ σε μεθήσει, τόσο η ψυχή εκείνου είναι αράθυμη᾿ σε λίγο εδώ θα φτάσει
ἀλλ᾿ αὐτὸς καλέων δεῦρ᾿ εἴσεται, οὐδέ ἕ φημι να σε καλέσει ατός του, κι έπειτα δε θα γυρίσει πίσω
ἂψ ἰέναι κενεόν: μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης.» θαρρώ μονάχος με την άργητα, που έτσι κι αλλιώς θα σου 'χει.»
215 ὣς ἄρα φωνήσας ἔλασεν καλλίτριχας ἵππους Είπε, και τ᾿ άτια τα ωριοχήτικα χτυπάει με το μαστίγι,
ἂψ Πυλίων εἰς ἄστυ, θοῶς δ᾿ ἄρα δώμαθ᾿ ἵκανε. να πάει στην Πύλο πίσω, κι έφτασε σε λίγο στο παλάτι.
Τηλέμαχος δ᾿ ἑτάροισιν ἐποτρύνων ἐκέλευσεν: Τότε ο Τηλέμαχος στους συντρόφους μιλεί προστάζοντας τους:
«ἐγκοσμεῖτε τὰ τεύχε᾿, ἑταῖροι, νηὶ̈ μελαίνῃ, «Στο μελανό καράβι, σύντροφοι, τα σύνεργα γνοιαστείτε,
αὐτοί τ᾿ ἀμβαίνωμεν, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο.» κι ατοί μας γρήγορα ας ανέβουμε, να μπούμε πια στη στράτα.»
220 «ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ Είπε, κι αυτοί, γρικώντας, πρόθυμα συνάκουσαν το λόγο,
ἐπίθοντο, και μπήκαν μέσα δίχως άργητα και στα ζυγά καθίσαν.
αἶψα δ᾿ ἄρ᾿ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖ̈σι καθῖζον. Τούτα νοιαζόταν ο Τηλέμαχος, κι ως θύμιαζε κι ευχόταν
τοι ὁ μὲν τὰ πονεῖτο καὶ εὔχετο, θῦε δ᾿ Ἀθήνῃ στην Αθηνά μπροστά στην πρύμνα του, τον σίμωσε ένας ξένος,
νηὶ̈ πάρα πρυμνῇ: σχεδόθεν δέ οἱ ἤλυθεν ἀνὴρ που 'χε σκοτώσει κάποιον κι έφευγε μακριά από τ᾿ Άργος, κι ήταν
τηλεδαπός, φεύγων ἐξ Ἄργεος ἄνδρα κατακτάς,
225 μάντις: ἀτὰρ γενεήν γε Μελάμποδος ἔκγονος ἦεν, μάντης τρανός, κι απ᾿ το Μελάμποδα κατέβαινε η γενιά του.
ὃς πρὶν μέν ποτ᾿ ἔναιε Πύλῳ ἔνι, μητέρι μήλων, Στην Πύλο κάποτε ο Μελάμποδας, την αρνομάνα, ζούσε
ἀφνειὸς Πυλίοισι μέγ᾿ ἔξοχα δώματα ναίων: στο αρχοντικό του το περίλαμπρο, μες στους Πυλιώτες πλούσιος'
δὴ τότε γ᾿ ἄλλων δῆμον ἀφίκετο, πατρίδα φεύγων μα αργότερα στα ξένα εδιάβηκε, να φύγει από τη γη του
Νηλέα τε μεγάθυμον, ἀγαυότατον ζωόντων, κι απ᾿ το Νηλέα μακριά τον πέρφανο, τον πιο τρανό στον κόσμο,
230 ὅς οἱ χρήματα πολλὰ τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτὸν που του κρατούσε μήνες δώδεκα μεβιάς το πλήθιο βιος του,
εἶχε βίῃ. ὁ δὲ τῆος ἐνὶ μεγάροις Φυλάκοιο όσον καιρόν εκείνος βρίσκουνταν στο σπίτι του Φυλάκου,
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ δέδετο, κρατέρ᾿ ἄλγεα πάσχων ριγμένος σε άλυσες ανήμερες, σε χίλια μύρια πάθη'
εἵνεκα Νηλῆος κούρης ἄτης τε βαρείης, για του Νηλέα την κόρη τα 'σερνε και τη βαριά την τύφλα,
τήν οἱ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ δασπλῆτις Ἐρινύς. που η Ερινύα, θεά σκληρόκαρδη, στα φρένα του 'χε ρίξει.
235 ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἔκφυγε κῆρα καὶ ἤλασε βοῦς ἐριμύκους Γλίτωσε ωστόσο και κουβάλησε στην Πύλο απ᾿ τη Φυλακή
ἐς Πύλον ἐκ Φυλάκης καὶ ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς τα μουγκαλάτα βόδια, κι έβαλε την αδικία ο Νηλέας
ἀντίθεον Νηλῆα, κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα να του πλερώσει ο ισόθεος, κι έφερε στο σπίτι τους την κόρη
ἠγάγετο πρὸς δώμαθ'. ὁ δ᾿ ἄλλων ἵκετο δῆμον, για ταίρι του αδερφού του, κι έπειτα κινούσε αλλού να φύγει,
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον: τόθι γάρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν στο αλογοθρόφο τ᾿ Άργος᾿ του 'γραφε στα μέρη εκείνα η μοίρα
240 ναιέμεναι πολλοῖσιν ἀνάσσοντ᾿ Ἀργείοισιν μαθές να ζήσει, ρηγαδεύοντας σε πλήθος μέσα Αργίτες.
ἔνθα δ᾿ ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα, Παντρεύτη εκεί και γιους απόχτησε τρανούς, τον Αντιφάτη
γείνατο δ᾿ Ἀντιφάτην καὶ Μάντιον, υἷε κραταιώ. και το Μαντίο στο αψηλοτάβανο παλάτι που 'χε χτίσει.
Ἀντιφάτης μὲν ἔτικτεν Ὀϊκλῆα μεγάθυμον, Τον άτρομο ο Αντιφάτης γέννησε τον Οικλέα, και τούτος
αὐτὰρ Ὀϊκλείης λαοσσόον Ἀμφιάραον, τον Αμφιάραο, που ξεσήκωσε στρατούς, και του 'χαν δείξει
245 ὃν περὶ κῆρι φίλει Ζεύς τ᾿ αἰγίοχος καὶ Ἀπόλλων αγάπη περισσή κι ο Απόλλωνας κι ο βροντοσκουταράτος
παντοίην φιλότητ': οὐδ᾿ ἵκετο γήραος οὐδόν, ο Δίας᾿ μα εκείνος δεν επρόφτασε να φτάσει στο κατώφλι
ἀλλ᾿ ὄλετ᾿ ἐν Θήβῃσι γυναίων εἵνεκα δώρων. των γερατιών — στη Θήβα εχάθηκε για τα γυναικεία δώρα.
τοῦ δ᾿ υἱεῖς ἐγένοντ᾿ Ἀλκμαίων Ἀμφίλοχός τε. δυο γιους ωστόσο, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμάονα, αφήκε.
Μάντιος αὖ τέκετο Πολυφείδεά τε Κλεῖτόν τε: Κι απ᾿ το Μαντίο δυο γιοί γεννήθηκαν, ο Πολυφείδης πρώτος
250 ἀλλ᾿ ἦ τοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠὼς κι ο Κλείτος᾿ τούτον η χρυσόθρονη για την τρανή ομορφιά του
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾿ ἀθανάτοισι μετείη: τον άρπαξεν Αυγή, να βρίσκεται στους αθανάτους μέσα.
αὐτὰρ ὑπέρθυμον Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων Τον Πολυφείδη πάλι ο Απόλλωνας, μια κι ο Αμφιάραος είχε
θῆκε βροτῶν ὄχ᾿ ἄριστον, ἐπεὶ θάνεν Ἀμφιάραος: πεθάνει πια, τρανό τον έκανε στον κόσμο μαντολόγο᾿
ὅς ῥ᾿ Ὑπερησίηνδ᾿ ἀπενάσσατο πατρὶ χολωθείς, κι αυτός, θυμώνοντας του κύρη του, στην Υπερήσια πήγε