Page 182 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 182
181
οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσὶ καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθας.» γερός πως είσαι και πως διάγειρες από την Πύλο πίσω.»
ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς εἰποῦσ᾿ ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον, Σαν είπε αυτά η θεά, στον Όλυμπο τον αψηλό μισεύει'
αὐτὰρ ὁ Νεστορίδην ἐξ ἡδέος ὕπνου ἔγειρεν κι εκείνος τον υγιό του Νέστορα σκουντά με το ποδάρι
45 λὰξ ποδὶ κινήσας, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν: και το γλυκό τον ύπνο του 'διωξε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«ἔγρεο, Νεστορίδη Πεισίστρατε, μώνυχας ἵππους «Υγιέ του Νέστορα, Πεισίστρατε, κάτω απ᾿ το αμάξι τ᾿ άτια
ζεῦξον ὑφ᾿ ἅρματ᾿ ἄγων, ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο.» σήκω και ζέψε τα μονόνυχα, να μπούμε πια στη στράτα.»
τὸν δ᾿ αὖ Νεστορίδης Πεισίστρατος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γιος του Νέστορα, ο Πεισίστρατος, του απηλογήθη κι είπε:
«Τηλέμαχ᾿, οὔ πως ἔστιν ἐπειγομένους περ ὁδοῖο «Να ταξιδέψουμε, Τηλέμαχε, στη μαύρη μέσα νύχτα
50 νύκτα διὰ δνοφερὴν ἐλάαν: τάχα δ᾿ ἔσσεται ἠώς. δε γίνεται, όση να 'ναι η βιάση μας᾿ σε λίγο φέγγει η μέρα.
ἀλλὰ μέν᾿ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θήῃ Το γιο του Ατρέα, τον κονταρόχαρο Μενέλαο, δεν προσμένεις
ἥρως Ἀτρείδης, δουρικλειτὸς Μενέλαος, να κουβαλήσει καν τα δώρα του, και μόλις τα φορτώσει
καὶ μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας ἀποπέμψῃ. στο αμάξι μας, με λόγια πρόσχαρα να μας καλοστρατίσει;
τοῦ γάρ τε ξεῖνος μιμνήσκεται ἤματα πάντα τι μέρα δεν περνά που η θύμηση να φεύγει από το νου μας
55 ἀνδρὸς ξεινοδόκου, ὅς κεν φιλότητα παράσχῃ.» του ανθρώπου που μας φιλοκόνεψε στο σπίτι του με αγάπη.»
ὣς ἔφατ᾿, αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος ἤλυθεν Ἠώς. Μόλις του τα 'πε αυτά, η χρυσόθρονη πρόβαλε Αυγή στα ουράνια'
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος, κι ήρθε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος κοντά τους, απ᾿ την κλίνη
ἀνστὰς ἐξ εὐνῆς, Ἑλένης πάρα καλλικόμοιο. πριν λίγην ώρα της ωριόμαλλης Ελένης σηκωμένος.
τὸν δ᾿ ὡς οὖν ἐνόησεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, Κι ως τον νογήθηκε ο Τηλέμαχος, πετάχτηκε με βιάση,
60 σπερχόμενός ῥα χιτῶνα περὶ χροὶ̈ σιγαλόεντα στραφταλιστό χιτώνα εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του,
δῦνεν, καὶ μέγα φᾶρος ἐπὶ στιβαροῖς βάλετ᾿ ὤμοις κι ως έριξε στους στέριους ώμους του τρανή από πάνω κάπα,
ἥρως, βῆ δὲ θύραζε, παριστάμενος δὲ προσηύδα βγήκε όξω γρήγορα ο Τηλέμαχος, του θεϊκού Οδυσσέα
Τηλέμαχος, φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο: ο ακριβογιός, και στάθη δίπλα του κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«Ἀτρεί̈δη Μενέλαε διοτρεφές, ὄρχαμε λαῶν, «Μενέλαε, γιε του Ατρέα τρισεύγενε, ρηγάρχη τιμημένε,
65 ἤδη νῦν μ᾿ ἀπόπεμπε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν: στα πατρικά μου πίσω χώματα προβόδισέ με τώρα,
ἤδη γάρ μοι θυμὸς ἐέλδεται οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι.» τι πια η καρδιά μου απολαχτάρησε στο σπίτι να γυρίσω.»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος: Γυρνώντας τότε ο βροντερόφωνος Μενέλαος του αποκρίθη:
«Τηλέμαχ᾿, οὔ τί σ᾿ ἐγώ γε πολὺν χρόνον ἐνθάδ᾿ «Καιρό περσσότερο, Τηλέμαχε, δε σε κρατώ κοντά μου,
ἐρύξω να φύγεις πίσω αφού πεθύμησες. Εγώ θυμώνω πάντα
ἱέμενον νόστοιο: νεμεσσῶμαι δὲ καὶ ἄλλῳ
70 με όσους γι᾿ αυτόν που φιλοκόνεψαν περίσσια αγάπη δείχνουν,
ἀνδρὶ ξεινοδόκῳ, ὅς κ᾿ ἔξοχα μὲν φιλέῃσιν, για κι όχτρα περισσή᾿ καλύτερα το μέτρο να κρατούμε.
ἔξοχα δ᾿ ἐχθαίρῃσιν: ἀμείνω δ᾿ αἴσιμα πάντα.
Όμοια άπρεπο θαρρώ τον ξένο σου να σπρώχνεις άθελα του
ἶσόν τοι κακόν ἐσθ᾿, ὅς τ᾿ οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι
να φύγει, κι όμοια, αν δεις και βιάζεται, το δρόμο να του κόβεις.
ξεῖνον ἐποτρύνει καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκει.
Τον ξένο, όσο που μένει, νοιάζου τον, μα αν πει να φύγει, στείλ᾿
χρὴ ξεῖνον παρεόντα φιλεῖν, ἐθέλοντα δὲ πέμπειν.
τον!
75 ἀλλὰ μέν᾿ εἰς ὅ κε δῶρα φέρων ἐπιδίφρια θείω Όμως καρτέρα, μπρος στα μάτια σου να φέρω ν᾿ απιθώσω
καλά, σὺ δ᾿ ὀφθαλμοῖσιν ἴδῃς, εἴπω δὲ γυναιξὶ τα όμορφα δώρα απά στο αμάξι σου, να πω και στις γυναίκες
δεῖπνον ἐνὶ μεγάροις τετυκεῖν ἅλις ἔνδον ἐόντων. απ᾿ τα πολλά που μέσα βρίσκουνται τραπέζι να σας στρώσουν
ἀμφότερον, κῦδός τε καὶ ἀγλαί̈η καὶ ὄνειαρ, δόξα, χαρά για μένα, κι όφελος για σας ψωμί να φάτε,
δειπνήσαντας ἴμεν πολλὴν ἐπ᾿ ἀπείρονα γαῖαν. πριχού κινηστε, στον απέραντο να πορευτείτε κόσμο.
80 εἰ δ᾿ ἐθέλεις τραφθῆναι ἀν᾿ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος, Μα αν θέλεις στην Ελλάδα ολόγυρα να προσδιαβείς και στ᾿ Άργος,
ὄφρα τοι αὐτὸς ἕπωμαι, ὑποζεύξω δέ τοι ἵππους, το αμάξι να σου ζέψω, κι έρχουμαι κι εγώ, για να σου δείξω
ἄστεα δ᾿ ἀνθρώπων ἡγήσομαι: οὐδέ τις ἡμέας τις πολιτείες τους᾿ κι όντας φεύγουμε, ποιος λες να μας αφήσει
αὔτως ἀππέμψει, δώσει δέ τι ἕν γε φέρεσθαι, με άδεια τα χέρια; κάτι θα 'χουμε να κουβαλούμε πάντα
ἠέ τινα τριπόδων εὐχάλκων ἠὲ λεβήτων, διαγέρνοντας᾿ μπορεί καλόχαλκο τριπόδι για λεβέτι,