Page 177 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 177

176




                    ἠδ᾿ οἳ χαίρουσιν βίοτον νήποινον ἔδοντες:   κι άλλοι χαρούμενοι, που αγδίκιωτα τα πλούτη του ρημάζουν.
                    ἀλλ᾿ ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι,   Μα εγώ μηδέ ξετάζω τίποτε μηδέ ρωτώ, από τότε
                    ἐξ οὗ δή μ᾿ Αἰτωλὸς ἀνὴρ ἐξήπαφε μύθῳ,   που ήρθε ένας Αιτωλός και μ᾿ έπαιξε᾿ τι είχε σκοτώσει κάποιον,

               380  ὅς ῥ᾿ ἄνδρα κτείνας, πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἀληθείς,   κι αφού παράδειρε γυρίζοντας σε πλήθος χώρες, ήρθε
                    ἦλθεν ἐμὰ πρὸς δώματ': ἐγὼ δέ μιν ἀμφαγάπαζον.  και στο μαντρί μου᾿ κι όπως κοίταζα να τον καλοσκαμνίσω,
                    φῆ δέ μιν ἐν Κρήτεσσι παρ᾿ Ἰδομενῆϊ ἰδέσθαι   στην Κρήτη πως τον είδε μου 'λεγε να σιάζει τα καράβια
                    νῆας ἀκειόμενον, τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι:   που του κακόπαθαν στις θάλασσες, στου Ιδομενέα το σπίτι.
                    καὶ φάτ᾿ ἐλεύσεσθαι ἢ ἐς θέρος ἢ ἐς ὀπώρην,   Για θέρος για ψιμοκαλόκαιρο κοντά μας θα γυρνούσε

               385  πολλὰ χρήματ᾿ ἄγοντα, σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι.   με τους ισόθεους λέει συντρόφους του, στα πλούτη φορτωμένος.
                    καὶ σύ, γέρον πολυπενθές, ἐπεί σέ μοι ἤγαγε   Και συ, κατακαημένε γέροντα, μια κι ο θεός σε φέρνει,
                    δαίμων,                              μη με πλανάς, μη θες με ψέματα να με καλοκαρδίσεις᾿
                    μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε:   δεν είν᾿ γι᾿ αυτό που την αγάπη μου και την τιμή μου θα 'χεις'
                    οὐ γὰρ τοὔνεκ᾿ ἐγώ σ᾿ αἰδέσσομαι οὐδὲ φιλήσω,   τον ξένιο Δία φοβούμαι κι ένιωσα συμπόνια και για σένα.»
                    ἀλλὰ Δία ξένιον δείσας αὐτόν τ᾿ ἐλεαίρων.»

               390  τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς                             «Στα στήθια σου η καρδιά σε τίποτε δε δίνει πίστη αλήθεια,
                    «ἦ μάλα τίς τοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἄπιστος,   αφού και με όρκο μου δεν μπόρεσα τη γνώμη σου ν᾿ αλλάξω.
                    οἷόν σ᾿ οὐδ᾿ ὀμόσας περ ἐπήγαγον οὐδέ σε πείθω.  Μον᾿ έλα, στοίχημα να βάλουμε, κι ας είναι απάνωθέ μας
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ῥήτρην ποιησόμεθ': αὐτὰρ ὄπισθε   οι αθάνατοι που ζουν στον Όλυμπο και για τους δυο μαρτύροι:
                    μάρτυροι ἀμφοτέροισι θεοί, τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν.

               395  εἰ μέν κεν νοστήσῃ ἄναξ τεὸς ἐς τόδε δῶμα,   Αν τύχει και διαγείρει ο αφέντης σου στο σπίτι τούτο πίσω,
                    ἕσσας με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα πέμψαι   ρούχα να βάλω δώσε απάνω μου, χλαμύδα και χιτώνα,
                    Δουλίχιόνδ᾿ ἰέναι, ὅθι μοι φίλον ἔπλετο θυμῷ:   και πέρα στο Δουλίχιο στείλε με, σαν που ποθεί η καρδιά μου'
                    εἰ δέ κε μὴ ἔλθῃσιν ἄναξ τεὸς ὡς ἀγορεύω,   μα αν δε γυρίσει πίσω ο αφέντης σου, καθώς σου λέω, να βάλεις
                    δμῶας ἐπισσεύας βαλέειν μεγάλης κατὰ πέτρης,   τους δούλους σου από βράχο τρίψηλο να με γκρεμίσουν κάτω,

               400  ὄφρα καὶ ἄλλος πτωχὸς ἀλεύεται ἠπεροπεύειν.»    για να φοβάται κι άλλος ζήτουλας ψευτιές να κατεβάζει.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε δῖος ὑφορβός:   Κι ο θείος χοιροβοσκός του μίλησε κι απηλογιά του δίνει:
                    «ξεῖν᾿, οὕτω γάρ κέν μοι ἐϋκλείη τ᾿ ἀρετή τε   «Όνομα, ξένε, λέω πως θα 'βγαζα καλό, θα με τιμούσεν
                    εἴη ἐπ᾿ ἀνθρώπους ἅμα τ᾿ αὐτίκα καὶ μετέπειτα,   ο κόσμος — τωρινοί, μελλούμενοι — το στοίχημα αν δεχόμουν!
                    ὅς σ᾿ ἐπεὶ ἐς κλισίην ἄγαγον καὶ ξείνια δῶκα,   Να σε δεχτώ μες στο καλύβι μου, να σε καλοσκαμνίσω,

               405  αὖτις δὲ κτείναιμι φίλον τ᾿ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην:   κι αμέσως να σου δώσω θάνατο, να πάρω τη ζωή σου!
                    πρόφρων κεν δὴ ἔπειτα Δία Κρονίωνα λιτοίμην.   Και πια στο Δία τα παρακάλια μου με τι καρδιά θα υψώνω;
                    νῦν δ᾿ ὥρη δόρποιο: τάχιστά μοι ἔνδον ἑταῖροι   Καιρός για δείπνο! Μόνο οι σύντροφοι να φτάναν στο καλύβι
                    εἶεν, ἵν᾿ ἐν κλισίῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον.»   μιαν ώρα αρχύτερα, το δείπνο μας να το γνοιαστούμε πλούσιο.»
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
               410  ἀγχίμολον δὲ σύες τε καὶ ἀνέρες ἦλθον ὑφορβοί.   και να οι χοιροβοσκοί που διάγερναν στη μάντρα με τους χοίρους.
                    τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι,   Κι ευτύς, ως πήραν και τους έκλεισαν στις κοίτες να πλαγιάσουν,
                    κλαγγὴ δ᾿ ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων   αλαλητός ασκώθη αλάγιαστος απ᾿ τα γρυλλίσματά τους.
                    αὐτὰρ ὁ οἷς ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός:   Κι ο θείος χοιροβοσκδς εφώναξε τους συντρόφους του κι είπε:
                    «ἄξεθ᾿ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω   «Τον πιο καλό απ᾿ τους χοίρους φέρτε μου, να σφάξω για τον ξένο

               415  τηλεδαπῷ: πρὸς δ᾿ αὐτοὶ ὀνησόμεθ᾿, οἵ περ ὀϊζὺν   το μακρινό᾿ ας καλοπεράσουμε και μεις, που χρόνια τώρα
                    δὴν ἔχομεν πάσχοντες ὑῶν ἕνεκ᾿ ἀργιοδόντων:   τόσα τραβούμε, τους ασπρόδοντους για να φυλάμε χοίρους,
                    ἄλλοι δ᾿ ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν.»   κι άλλοι αξεπλέρωτα τα κόπια μας να τρων και ν᾿ ασωτεύουν.»
                    ὣς ἄρα φωνήσας κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ,   Είπε, και πήρε με τον άσπλαχνο χαλκό να κόβει ξύλα,
                    οἱ δ᾿ ὗν εἰσῆγον μάλα πίονα πενταέτηρον.   κι οι άλλοι πολύ παχύ, πεντάχρονο του φέραν μέσα χοίρο,
   172   173   174   175   176   177   178   179   180   181   182