Page 174 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 174

173




               250  δαίνυντ': αὐτὰρ ἐγὼν ἱερήϊα πολλὰ παρεῖχον   κι εγώ σφαχτά πολλά τους έστελνα, να 'χουν μαθές να κάνουν
                    θεοῖσίν τε ῥέζειν αὐτοῖσί τε δαῖτα πένεσθαι.   και στους θεούς θυσίες κι οι τάβλες τους γεμάτες να 'ναι πάντα.
                    ἑβδομάτῃ δ᾿ ἀναβάντες ἀπὸ Κρήτης εὐρείης   Απάνω στις εφτά μπαρκάραμε, κι απ᾿ την πλατιά την Κρήτη
                    ἐπλέομεν Βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ    με πρίμο δυνατό αρμενίζαμε βοριά, λες κάποιο ρέμα
                    ῥηϊδίως, ὡς εἴ τε κατὰ ῥόον: οὐδέ τις οὖν μοι   μαζί του ανέκοπα μας έσερνε᾿ κανένα μου καράβι

               255  νηῶν πημάνθη, ἀλλ᾿ ἀσκηθέες καὶ ἄνουσοι   δεν έπαθε᾿ γεροί κι ανέβλαβοι καθόμαστε, τι εκείνα
                    ἥμεθα, τὰς δ᾿ ἄνεμός τε κυβερνῆταί τ᾿ ἴθυνον.   καλά τα κυβερνούσαν οι άνεμοι κι οι τιμονιέροι μόνο.
                    «πεμπταῖοι δ᾿ Αἴγυπτον ἐϋρρείτην ἱκόμεσθα,   Σε πέντε μέρες κιόλας φτάσαμε στον ωριορεματάρη
                    στῆσα δ᾿ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.   το Νείλο ποταμό, κι αράξαμε τα δρεπανόγυρτά μας
                    ἔνθ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους   καράβια εκεί᾿ κι εγώ παράγγελνα στους γκαρδιακούς συντρόφους

               260  αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆας ἔρυσθαι,   στ᾿ άρμενα πλάι να μένουν, τ᾿ άρμενα στο νου τους πάντα να 'χουν,
                    ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι:   και βίγλες τις κορφές επρόσταξα να πιάσουν ένα γύρο.
                    οἱ δ᾿ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ,   Μα αυτοί το παραπηραν πάνω τους, και στην αποκοτιά τους
                    αἶψα μάλ᾿ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς  των Αιγυπτίων τα πλούσια χτήματα κινούσαν να πατήσουν,
                    πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα,   και σέρναν σκλάβες τις γυναίκες τους και τα μικρά παιδιά τους,

               265  αὐτούς τ᾿ ἔκτεινον: τάχα δ᾿ ἐς πόλιν ἵκετ᾿ ἀϋτή.   και σκότωναν κι αυτούς. Μα ως έφτασε γοργά η βοή στην πόλη,
                    οἱ δὲ βοῆς ἀί̈οντες ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν   εκείνοι ακούγοντας το κάλεσμα χαράματα πρόφτασαν,
                    ἦλθον: πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων   κι ευτύς ο κάμπος όλος γέμισε πεζούς κι αμαξολάτες,
                    χαλκοῦ τε στεροπῆς: ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος   και τα χαλκένια άστραφταν άρματα. Στους συντρόφους μου τότε
                    φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη   φύτεψε ο Δίας ο κεραυνόχαρος δείλια κακή, κι ουτ᾿ ένας

               270  μεῖναι ἐναντίβιον: περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη.   μπρος στον οχτρό εκρατήθη, τι ο χαμός μας είχε ζώσει ολούθε.
                    ἔνθ᾿ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,   Εκεί πολλούς δικούς μας σκότωσαν με τα χαλκά κοντάρια
                    τοὺς δ᾿ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.   τους άλλους ζωντανούς τους έσερναν, να τους δουλεύουν σκλάβοι.
                    αὐτὰρ ἐμοὶ Ζεὺς αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶν ὧδε νόημα   Μα εμένα ο Δίας ατός του μου 'βαλε στα φρένα αυτή τη γνώμη —
                    ποίησ'--ὡς ὄφελον θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν   κι όμως μακάρι εκεί να πέθαινα, να μ᾿ είχε πάρει ο Χάρος

               275  αὐτοῦ ἐν Αἰγύπτῳ: ἔτι γάρ νύ με πῆμ᾿ ὑπέδεκτο--   στην Αίγυπτο, τι με περίμεναν πολλά τυράννια ακόμα!
                    αὐτίκ᾿ ἀπὸ κρατὸς κυνέην εὔτυκτον ἔθηκα   Την κεφαλή απ᾿ το κράνος γύμνωσα το στέριο, και τους ώμους
                    καὶ σάκος ὤμοιϊν, δόρυ δ᾿ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός:   απ᾿ το σκουτάρι, το κοντάρι μου να πέσει κάτω αφήκα,
                    αὐτὰρ ἐγὼ βασιλῆος ἐναντίον ἤλυθον ἵππων   κι ήρθα αντικρύ στου ρήγα τ᾿ άλογα, τα γόνατα του πιάνω
                    καὶ κύσα γούναθ᾿ ἑλών: ὁδ᾿ ἐρύσατο καί μ᾿   και τα φιλώ᾿ κι αυτός με γλίτωσε και μ᾿ άφησε να ζήσω,
                    ἐλέησεν,
               280  ἐς δίφρον δέ μ᾿ ἕσας ἄγεν οἴκαδε δάκρυ χέοντα.   κι απά στο αμάξι του θρηνάμενο με πήγε στο παλάτι.
                    ἦ μέν μοι μάλα πολλοὶ ἐπήϊσσον μελίῃσιν,   Πλήθος ωστόσο πάνω μου έριχναν με φράξινα κοντάρια,
                    ἱέμενοι κτεῖναι--δὴ γὰρ κεχολώατο λίην--   στην άγρια μάνητα τους θέλοντας να με σκοτώσουν οι άλλοι'
                    ἀλλ᾿ ἀπὸ κεῖνος ἔρυκε, Διὸς δ᾿ ὠπίζετο μῆνιν   όμως εκείνος δεν τους άφηνε, τι είχε του Δία το φόβο,
                    ξεινίου, ὅς τε μάλιστα νεμεσσᾶται κακὰ ἔργα.    τους ξένους που φυλάει και τ᾿ άνομα τόνε ξοργίζουν έργα.

               285  ὣ«ἔνθα μὲν ἑπτάετες μένον αὐτόθι, πολλὰ δ᾿   Χρόνους εφτά κει πέρα απόμεινα, κι είχα μαζέψει πλούτη
                    ἄγειρα                               μέσα στην Αίγυπτο γυρίζοντας, γιατί όλοι μου χάριζαν.
                    χρήματ᾿ ἀν᾿ Αἰγυπτίους ἄνδρας: δίδοσαν γὰρ   Μα στου καιρού το κυκλογύρισμα τα οχτώ σαν ήρθαν χρόνια,
                    ἅπαντες.                             απ᾿ τη Φοινίκη κάποιος έφτασε, στους δόλους κατεχάρης,
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν,   κορμί χαμένο, που᾿ χε αρίφνητα κακά στον κόσμο κάνει.
                    δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς,
                    τρώκτης, ὃς δὴ πολλὰ κάκ᾿ ἀνθρώποισιν ἐώργει:

               290  ὅς μ᾿ ἄγε παρπεπιθὼν ᾗσι φρεσίν, ὄφρ᾿ ἱκόμεσθα   Τα λόγια του το νου μου πλάνεψαν και ξεκινούμε αντάμα
                    Φοινίκην, ὅθι τοῦ γε δόμοι καὶ κτήματ᾿ ἔκειτο.   για τη Φοινίκη, όπου του βρίσκουνταν και βιος πολύ και σπίτια.
   169   170   171   172   173   174   175   176   177   178   179