Page 179 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 179

178




                    «κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι,   «Εύμαιε και σεις σύντροφοι επίλοιποι, το τι θα πω για ακούτε!
                    εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω: οἶνος γὰρ ἀνώγει   Ένα μεγάλο λόγο θα 'λεγα᾿ το παλαβό με σπρώχνει
                    ἠλεός, ὅς τ᾿ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾿ ἀεῖσαι   κρασί᾿ τι αυτό και τον πιο φρόνιμο να τραγουδήσει βάζει,

               465  καί θ᾿ ἁπαλὸν γελάσαι, καί τ᾿ ὀρχήσασθαι ἀνῆκε,   τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, τον σπρώχνει να χορεύει,
                    καί τι ἔπος προέηκεν ὅ περ τ᾿ ἄρρητον ἄμεινον.   να πει και λόγια, που καλύτερα να μην τα ξεστομούσε.
                    ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον, οὐκ   Όμως μια κι άνοιξα το στόμα μου, πια δε θα το κρατήσω.
                    ἐπικεύσω.                            Αχ, νιος και να 'μουν, αξεθύμαστη τη δύναμη μου να 'χα,
                    εἴθ᾿ ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη,   ως τότε που καρτέρι εστήσαμε κάτω απ᾿ της Τροίας το κάστρο!
                    ὡς ὅθ᾿ ὑπὸ Τροίην λόχον ἤγομεν ἀρτύναντες.

               470  ἡγείσθην δ᾿ Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεί̈δης Μενέλαος,   Ο γιος του Ατρέα Μενέλαος άνοιγε το δρόμο κι ο Οδυσσέας,
                    τοῖσι δ᾿ ἅμα τρίτος ἄρχον ἐγών: αὐτοὶ γὰρ ἄνωγον.  κι είχαν καλέσει τρίτο αντάμα τους και μένα ν᾿ αρχηγέψω.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἱκόμεσθα ποτὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος,  Μα σύντας πια στο κάστρο έφτάσαμε και στα ψηλά τειχιά του
                    ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά,   και στα χαμόδεντρα χωθήκαμε, σε βάλτους και καλάμια,
                    ἂν δόνακας καὶ ἕλος, ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες   στη γη ξαπλώσαμε, ζαρώνοντας μες στην αρματωσιά μας.

               475  κείμεθα. νὺξ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος,  Κι ως έπεσε ο βοριάς, μας πλάκωσε κακιά και παγωμένη
                    πηγυλίς: αὐτὰρ ὕπερθε χιὼν γένετ᾿ ἠύ̈τε πάχνη,   η νύχτα᾿ ως πάχνη σκληρό κι άλιωτο σωριάζουνταν το χιόνι,
                    ψυχρή, καὶ σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος.   που ως έπεφτε έτσι κρύο, κρουστάλλιαζε τρογύρα στα σκουτάρια.
                    ἔνθ᾿ ἄλλοι πάντες χλαίνας ἔχον ἠδὲ χιτῶνας,   Οι άλλοι, μαζί τους όπως είχανε και κάπες και χιτώνες,
                    εὗδον δ᾿ εὔκηλοι, σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους:   γλυκοκοιμούνταν, και τις πλάτες τους με τα σκουτάρια εσκέπαν

               480  αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον   μα εγώ την κάπα στους συντρόφους μου, κινώντας, είχα αφήσει
                    ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης,   αστόχαστα᾿ πως θα ξεπάγιαζα δεν πίστευα, και πήγα
                    ἀλλ᾿ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.   φορώντας μόνο το σκουτάρι μου και το λαμπρό το ζώμα.
                    ἀλλ᾿ ὅτε δὴ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾿ ἄστρα   Μα όντας η νύχτα πια ασπρογάλιαζε κι είχανε γείρει τ᾿ άστρα,
                    βεβήκει,                             τον Οδυσσέα, που πλάι μου κοίτουνταν, σκουντώ με τον άγκωνα,
                    καὶ τότ᾿ ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα

               485  ἀγκῶνι νύξας: ὁ δ᾿ ἄρ᾿ ἐμμαπέως ὑπάκουσε:   κι αφτί μεμιάς εκείνος έστησε, τα λόγια μου ν᾿ ακούσει:
                    «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,   ,, Γιέ του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
                    οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα   το κρύο το άποψινό με αφάνισε᾿ πια μη με λογαριάζεις
                    δάμναται: οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν: παρά μ᾿ ἤπαφε   στους ζωντανούς᾿ θεός με πλάνεψε και ξέχασα την κάπα.
                    δαίμων                               Φορώ μονάχα το χιτώνα μου και γλιτωμό δεν έχω."
                    οἰοχίτων᾿ ἔμεναι: νῦν δ᾿ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται.»
               490  «ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾿ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ᾿ ἐνὶ   Είπα, κι εκείνου ο νους εδούλευε γοργά και βρήκε τρόπο,
                    θυμῷ,                                τι στη βουλή καθώς και στ᾿ άρματα το ταίρι του δεν είχε'
                    οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι:   σε μένα πρώτα απηλογήθηκε μουρμουριστά και μου 'πε:
                    φθεγξάμενος δ᾿ ὀλίγῃ ὀπί με πρὸς μῦθον ἔειπε:   ,, Σώπα, μην τύχει και το λόγο σου γρικήσει Αργίτης άλλος!
                    «σίγα νῦν, μή τίς σευ Ἀχαιῶν ἄλλος ἀκούσῃ.»   Μετά, ακουμπώντας στον αγκώνα του την κεφαλή, φωνάζει:
                    «ἦ καὶ ἐπ᾿ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν εἶπέ τε μῦθον:

               495  ‘κλῦτε, φίλοι: θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος.   ,, Ακούτε, φίλοι! Μου 'ρθεν όνειρο θεϊκό στον ύπνο απάνω'
                    λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν: ἀλλά τις εἴη   πολύ μακριά απ᾿ τα πλοία βρεθήκαμε᾿ μονάχα να 'ταν κάποιος
                    εἰπεῖν Ἀτρεί̈δῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,   στο γιο του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα, να τρέξει, το ρηγάρχη,
                    εἰ πλέονας παρὰ ναῦφιν ἐποτρύνειε νέεσθαι.’   να ξεσηκώσει να 'ρθουν πιότεροι δω πέρα απ᾿ τα καράβια.»
                    «ὣς ἔφατ᾿, ὦρτο δ᾿ ἔπειτα Θόας, Ἀνδραίμονος   Είπε, κι ο Θόας, ο γιος του Αντραίμονα, πετάχτη ορθός με βιάση,
                    υἱός,

               500  καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν θέτο φοινικόεσσαν,   μα μόλις έριξε από πάνω του την πορφυρή του κάπα
                    βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας: ἐγὼ δ᾿ ἐνὶ εἵματι κείνου   κι έτρεξε πίσω στα καράβια μας, εγώ στο ρούχο εκείνου,
   174   175   176   177   178   179   180   181   182   183   184